του Θεόδωρου Παυλίδη, Δικηγόρου ΔΣΞ Η όποια Πράξη Βεβαίωσης Παράβασης (κλήση, όπως συνηθίζουμε να την ονομάζουμε) οφείλει να μην πάσ...
του Θεόδωρου Παυλίδη, Δικηγόρου ΔΣΞ
Η όποια Πράξη Βεβαίωσης Παράβασης (κλήση, όπως συνηθίζουμε να την ονομάζουμε) οφείλει να μην πάσχει από αοριστία, δηλαδή πρέπει να είναι ακριβώς ορισμένο το σημείο και η ώρα στην οποία ο παραβάτης κατελήφθη να διαπράττει το όποιο αδίκημα επιφέρει διοικητικές ή/και ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με τον ΚΟΚ. Επιπλέον είναι απαραίτητη η επ’ αυτοφώρω κατάληψη του παραβάτη από το διοικητικό όργανο ή άλλως, στην περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης, η χρήση τεχνικών μέσων (π.χ. κάμερες ταχύτητας ή κάμερες ασφαλείας) για να αποδεικνύεται η εν λόγω παράβαση.
Στην πράξη λοιπόν δεν είναι νόμιμη η όποια κλήτευση μέσα τηλεφώνου ή άλλως σε χρόνο μεταγενέστερο για βεβαίωση της παράβασης, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, όπως περιγράφονται ακολούθως. Δεν μπορεί δηλαδή επί της ουσίας Αστυνομικός να προβεί στην βεβαίωση πράξης παράβασης σε μεταγενέστερο χρόνο, εφόσον ο ίδιος ο παραβάτης δεν κατελήφθη επ’ αυτοφώρω, δηλαδή την ίδια χρονική στιγμή και στο μέρος στην οποία την τέλεσε ή έστω δεν κατεγράφη από νομίμως τοποθετημένα τεχνικά συστήματα καταγραφής. Για τα τελευταία μάλιστα είναι απαραίτητη και η ύπαρξη προειδοποιητικής σήμανσης για την ύπαρξη και λειτουργία τους.
Σε αντίθεση περίπτωση η «κλήση» πάσχει τουλάχιστον από αοριστία και σύμφωνα με την Νομολογία καθίσταται ακυρωτέα κατόπιν ένστασης ή προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια. Πιο συγκεκριμένα στην εγκύκλιο 8868/15.03.2010 του ΥΠ.ΕΣ.Α.ΗΛ.Δ. αναφέρονται τα εξής:
Με βάση την υπ’ αριθμ. 2515/64/2007/11-7-2007 (1306 Β΄) Κοινή Υπουργική Απόφαση (περί καθορισμού του τύπου και του περιεχομένου της πράξης βεβαίωσης της παράβασης) και το άρθρο 104 του ΚΟΚ προκύπτει ότι στην πράξη βεβαίωσης της παράβασης (κλήση) πρέπει να αναγράφονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της διαπραχθείσας παράβασης, άρα και η ακριβής θέση του οχήματος, προκειμένου σε περιπτώσεις προβολής σχετικών αντιρρήσεων από τον «παραβάτη» κατά το άρθρο 104, παρ.2 του ΚΟΚ, να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του αιτήματος από την αρμόδια Αρχή, διαφορετικά η πράξη βεβαίωσης της παράβασης πάσχει ακυρότητας. Η θέση του οχήματος πρέπει να συγκεκριμενοποιείται, είτε με την αναγραφή του πλησιέστερου σε αυτό αριθμό της οδού, είτε με κάθε πρόσφορο στοιχείο που υποδεικνύει τη θέση του.
Επί του εν λόγω θέματος εξάλλου και το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων, με το υπ' αριθ. 4139/541/4-2-2010 σχετικό έγγραφό του, διευκρινίζει, ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο φέρει, μεταξύ άλλων, την ευθύνη της ορθής αναγραφής όλων των εκ του νόμου προβλεπομένων στοιχείων για τον ακριβή προσδιορισμό του οχήματος, του παραβάτη-οδηγού και της παράβασης που διαπράχθηκε, αναγράφει εσφαλμένα ή ελλειπή στοιχεία, η εν λόγω πράξη καθίσταται ακυρωτέα.
Ο ΚΟΚ ορίζει στο άρθρο 104, παρ.1: «Επιβολή προστίμων από αστυνομικά όργανα» «1. Στον καταλαμβανόμενο επ’ αυτοφώρω, να διαπράττει παραβάσεις, για τις οποίες προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα, βεβαιώνεται από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο το προβλεπόμενο διοικητικό πρόστιμο για καθεμία από αυτές.», συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επ’ αυτοφώρω κατάληψη για την βεβαίωση του διοικητικού προστίμου.
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο από όλα τα ανωτέρω ότι το εκδόσαν την κλήση διοικητικό όργανο (αστυνομικός) παραβαίνει επί της ουσίας το καθήκον του, το οποίο συνίσταται στην εφαρμογή του νόμου, και ειδικότερα στην έκδοση Πράξης Βεβαίωσης Παράβασης (κλήσης), μόνον μετά από αυτοπρόσωπο διαπίστωσή της και κατάληψη του παραβάτη επ’ αυτοφώρω ή με τα τεχνικά μέσα στα οποία ήδη αναφερθήκαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια