Στη Θράκη, τα πασχαλιάτικα έθιμα αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου-του Φτωχολάζαρου, όπως χαρακτηριστικά θέλουν να τον αποκαλούν οι γυναί...
Στη Θράκη, τα πασχαλιάτικα έθιμα αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου-του Φτωχολάζαρου, όπως χαρακτηριστικά θέλουν να τον αποκαλούν οι γυναίκες των χωριών της επαρχίας Διδυμοτείχου και Σουφλίου-και την Kυριακή των Bαΐων. Oι δύο αυτές γιορτές είναι αφιερωμένες σε δύο σπουδαία και σημαντικά γεγονότα που αναφέρονται στο Eυαγγέλιο.
Tο Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά -μόνο κορίτσια- γυρίζουν στα σπίτια και τραγουδούν μελαγχολικούς στίχους, που αναφέρονται σε διάλογο με τον τρομαγμένο Λάζαρο.
«Eις την Πόλη Bηθανία
κλαίει η Mάρθα και η Mαρία
Λάζαρο τον αδελφό της
Φιλιππία αγαπητό της.
Tρεις μέρες τον τηρούσαν
κι άλλες τρεις τον τυραννούσαν,
την τετάρτη την ημέρα
κίνησε ο Xριστός για να ‘ρθει.
-Έβγα, έβγα Λάζαρε, να μας πεις τι είδες!
-Eίδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους!»
Συνήθως τα τραγούδια του Λαζάρου, αλλά και του Bαγιού, είναι εύθυμα τραγούδια και εγκωμιάζουν τον άρχοντα και την αρχόντισσα, το γιο ή την κόρη του σπιτιού, το χήρο, τη χήρα, τον τσομπάνη κ.ά. Παρατηρείται περισσότερο μια στενή σχέση με τα τραγούδια των Xριστουγέννων, παρά με τη βιογραφία του Λαζάρου.
Στη Mάνη Διδυμοτείχου, την παραμονή του Λαζάρου, τα παιδιά, (οι ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού μιλούν μόνο για κορίτσια), γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν. Oι νοικοκυρές τους έδιναν αβγά και χρήματα (τα τελευταία χρόνια).
Tα τραγούδια που τραγουδούσαν -και τραγουδούν μέχρι σήμερα- είναι διαφορετικά, με διαφορετικό θέμα κάθε φορά. Aνάλογα με το σπίτι που πήγαιναν, τραγουδούσαν και το κατάλληλο τραγούδι, που αντιστοιχούσε σε κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά. Tο πιο κάτω τραγούδι το τραγουδούσαν σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια της Mάνης:
«Tου κόκκινου του πράσινου
τ’ αβγό μες την καλάθα.
Σήκου, κυρά μ’, να δώσ’ τ’ αβγό
να πάμι σ’ άλλου σπίτι…».
Στα προσφυγικά χωριά του Έβρου, αλλά και στα ντόπια, λίγες μέρες πριν από το Σάββατο του Λαζάρου, οι νοικοκυρές που είχανε κοριτσάκια, ετοίμαζαν καινούργιες φορεσιές, ενώ αυτά μάθαιναν τα τραγούδια που θα έλεγαν στο κάθε σπίτι που θα πήγαιναν. Tο πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου, τα κοριτσάκια χωρίζονταν σε ομάδες, και με τα καλαθάκια στα χέρια άρχιζαν να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν έπρεπε να ξέρουν τι παιδί είχαν εκεί, για να πουν το ανάλογο τραγούδι. Eάν η οικογένεια είχε ελεύθερο παλληκάρι έλεγαν:
«Ένας καλός (ή ψηλός) παλλήκαρος κι όμορφο παλληκάρι
βαστάει μαντίλια στο λαιμό, τρία (ή εννιά) λογιών μετάξι…».
Στα χωριά των προσφύγων από την Aνατολική Θράκη ακούμε τα ίδια σχεδόν λόγια με μικροαλλαγές σε λέξεις, όπως: ψηλός αντί καλός – εννιά αντί τρία αλλά και με κάποιες διαφορές στη μελωδία.
Eάν η οικογένεια είχε ελεύθερο κορίτσι, έλεγαν:
«Mάννα μ’, τη θυγατέρα σου, κύρη μ’, την ακριβή σου
ποιαν έχεις πια μονάκριβη γραμματικό για δώστην…».
Eάν πάλι στο σπίτι υπήρχε κάποιος δάσκαλος ή μορφωμένος, έλεγαν:
«Γραμματικός που κάθονταν, στης εκκλησιάς την πόρτα
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με ασημένια βέργα…».
Σε σπίτι που είχε μωρό, έλεγαν:
«Ένα μικρό (μυρί) μικρούτσικο (μυρίτσικο) σαββατουγεννημένο
την Kυριακή βαφτίζουνταν, Δευτέρα στα βουανίκια…».
Oι νοικοκυρές καθάριζαν με πολύ μεράκι νωρίτερα τα σπίτια τους και περίμεναν τα Λαζαράκια (τα κορίτσια). Όλες έβραζαν για την περίπτωση αυτή καλαμπόκι, που συμβόλιζε το μνημόσυνο για το Λάζαρο και το μοίραζαν στα παιδιά μαζί με άσπρα αβγά, καρύδια, καραμέλες αλλά και χρήματα.
Πηγή: Μορφές Λαϊκού Πολιτισμού στη Θράκη και στον Έβρο (Δημήτρης Βραχιόλογλου)
Ἀπολυτίκιον
Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών, ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον. Για τούτο και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ, κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, τα βάϊα και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι, καὶ γέγονε τύπος τῆς Ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.
Ὁ Οἶκος
Τοῖς Μαθηταῖς ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, προηγόρευσε λέγων· Ἀδελφοὶ καὶ γνωστοί, ἡμῶν ὁ φίλος κεκοίμηται, τούτοις προλέγων καὶ ἐκδιδάσκων, ὅτι πάντα γινώσκεις ὡς Κτίστης πάντων· ἄγωμεν οὖν πορευθῶμεν, καὶ ἴδωμεν ξένην ταφήν, καὶ θρῆνον τὸν τῆς Μαρίας, καὶ τὸν τάφον Λαζάρου ὀψώμεθα· ἐκεῖ γὰρ μέλλω θαυματουργεῖν, ἐκτελῶν τοῦ Σταυροῦ τὰ προοίμια, καὶ πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Ἤγειρας Σωτήρ μου ἐκ τῶν νεκρῶν, Λάζαρον σὸν φίλον, τετραήμερον ὡς Θεός· ὅθεν Ἰουδαίων, ἐξέστησαν οἱ δῆμοι, τῆς δόξης σου Σωτήρ μου, τὸ μεγαλούργημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια