GRID_STYLE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΠΗΓΗ Α.Ε

ΤΙΤΛΟΙ ΕΙΔΗΣΕΩΝ:

latest

ISTIKBAL


Αρειος Πάγος: Δεν υπάρχει τουρκική μειονότητα στη Θράκη!

Απόλυτα και κατηγορηματικά ο Αρειος Πάγος, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, απεφάνθει ότι “στη Θράκη δεν υφίσταται εθνοτική μειονό...


Απόλυτα και κατηγορηματικά ο Αρειος Πάγος, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, απεφάνθει ότι “στη Θράκη δεν υφίσταται εθνοτική μειονότητα, δεν υπάρχει τουρκική μειονότητα”!

Με την Απόφαση 840/2021, η οποία πραγματεύτηκε την έφεση που είχαν ασκήσει οι άνθρωποι του Προξενείου και η παράνομες “Τουρκική Ενωσης Ξάνθης” και “Σύλλογος Επιστημόνων Τούρκων Δυτικής Θράκης”, σχετικά με την ακύρωση της διαδικασίας λειτουργίας του αλυτρωτικού σωματείου.

Η εν λόγω Απόφαση που εκδόθηκε απο το Δ’ Πολιτικό Τμήμα, έκανε μία σε βάθος αιτιολόγηση, που όχι μόνο δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της νομιμότητας και της εγκυρότητάς της, αλλά έκλεισε δια παντός, αυτό το συνεχιζόμενο παιχνίδι διασυρμού της Ελλάδας απο την Τουρκία, δια των εγκαθέτων της στη Θράκη, σχετικά με το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ελευθερίας έκφρασης κλπ.

Εξυπηρετούν την Τουρκία

Ο Αρειος Πάγος, στην Απόφασή του, διαπιστώνει απο τα έγγραφα που έχουν προσκομιστεί, αλλά και απο ρεπορτάζ της Τουρκικής Τηλεόρασης και άλλων ΜΜΕ, ότι:

“από το καταστατικό και τη σύμφωνα με αυτό λειτουργία και τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες θετικές ενέργειες των στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου δεν εγείρονται απλές υπόνοιες, αλλά προκύπτει σαφώς η επιδίωξη μεταρρυθμίσεων κατά τα κρατούντα σε τρίτο κράτος, προωθούνται οι εθνικές τουρκικές επιδιώξεις (προώθηση της ιδέας ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα), προσβάλλεται η ελευθερία εκφράσεως των μελών του και επέρχεται σύγχυση ως προς την υπηκοότητα των μελών του σωματείου. Η προώθηση, άλλωστε, της προαναφερόμενης ιδέας (ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα), δια των προαναφερομένων συγκεκριμένων θετικών ενεργειών των στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατική κοινωνία της χώρας. Με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται εντόνως η Ελληνική δημόσια τάξη και η εθνική ασφάλεια, τις οποίες η ευνομούμενη και συντεταγμένη Ελληνική Πολιτεία οφείλει να προστατεύει.”


Δεν υπάρχει εθνοτική μειονότητα

Στο σκεπτικό της ίδιας Απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, κάνει σαφή αναφορά και στο γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία εθνοτική μειονότητα απο Τουρκικής πλευράς, παρά μόνο θρησκευτική και αυτή είναι της “ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας”, αναφέροντας τα εξής:

“Με βάση τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923 και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 24 Ιουλίου 1923, στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο 2 της ανωτέρω Συμβάσεως, το οποίο ορίζει, ότι “[…] δεν θα περιληφθούν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης” και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο οποίο αναφέρεται, ότι “τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας”. Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι, αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αλλά και η αναγνώριση της υπάρξεως μουσουλμανικής μειονότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας(ΟλΑΠ 4/2005).”

Δεν εφαρμόζουν τη Δικαστική Απόφαση

Και ενώ υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που ορίζει ρητά και αμετάκλητα, ότι η επονομαζόμενη “Τουρκική Ενωση Ξάνθης” και κάθε άλλο συσχετιζόμενο σωματείο ή σύλλογος ή άτυπος φορέας με αυτό, είναι ΠΑΡΑΝΟΜΑ και παραβαίνουν τους κανόνες της Εθνικής Ασφάλειας και Ειρήνης στην περιοχή, εντούτοις, δεν εφαρμόζουν αυτό που έχει οριστεί απο το διατακτικό της απόφασης, αλλά συνεχίζουν να λειτουργούν προκλητικά, με την ανοχή των Ελληνικών Αρχών, την υποστήριξη του Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής!

Αυτό συνιστά ευθέως μία παραβατική συμπεριφορά, στην οποία μετέχουν οι Έλληνες Μουσουλμάνοι Βουλευτές, ενώ υποστηρίζουν και ανοιχτά οι εξαρτώμενοι απο τις μουσουλμανικές ψήφους Δήμαρχοι και Πολιτευτές που παραβρίσκονται ακόμα και σε εκδηλώσεις του χώρου όπου στεγάζονται οι παράνομες δραστηριότητες του σωματείου “ΤΕΞ”.


Η Απόφαση

Διαβάστε ολόκληρη την Αποφαση του Αρείου Πάγου και διακρίνετε, πως ενώ η Ελληνική Δικαιοσύνη επι της ουσίας προστατεύει το Σύνταγμα και τους Θεσμούς, αυτοί που εθελοτυφλούν απέναντι στην τουρκική παρεμβατικότητα, είναι ο πολιτικός κόσμος της χώρας, σε οποιαδήποτε βαθμίδα και αν πολιτεύεται! 

  • Απόφαση 840 / 2021    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
  • ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
  • Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σωματείου με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”, που εδρεύει στην Ξάνθη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αχμέτ Καρά.

Των αναιρεσιβλήτων:

1) Περιφερειάρχη Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, που κατοικοεδρεύει στην Κομοτηνή, ως εποπτεύουσας Αρχής των Σωματείων, που εδρεύουν στο Ν. Ξάνθης, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Νομάρχη Ξάνθης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Αναγνώστου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

2) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θρακικών Σωματείων, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Χατζηαντωνίου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 04-12-2017 αίτηση ανακλήσεως – μεταρρυθμίσεως αποφάσεως κατ’ άρθρο 758 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4991/2017 του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Τριμελές Εφετείο Θράκης.

Εκδόθηκε η 96/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 29-10-2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της 2ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 758 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στη δυνατότητα ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως οριστικής αποφάσεως της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του ν. 4491/2017 (Φ.Ε.Κ. Α’ 152/13.10.2017) «Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου, μετά τη δημοσίευσή τους, να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν». Με το άρθρο 29 του ν. 4491/2017 (Φ.Ε.Κ. Α’ 152/13.10.2017) προστέθηκαν στο τέλος της ως άνω παραγράφου δύο νέα εδάφια, με τα οποία ορίζεται ότι «Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται, επίσης, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίνεται ότι η δικαστική απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στις επί μέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία που καθίσταται οριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ενώ με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Η διάταξη του προηγουμένου άρθρου καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά και σύμφωνα με τους περιορισμούς της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διατάξεις της Σύμβασης αυτής, καθώς και τις διεθνείς συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης είναι ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του παρόντος».

Από το γράμμα της ως άνω μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 30 του ν. 4491/2017, σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην επανεξέταση των υποθέσεων, που είχαν εκδικαστεί κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και είχε εκδοθεί επ’ αυτών οριστική απόφαση, μετά την έκδοση αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που διαπίστωνε παραβίαση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου που προστατεύονται από την Ε.Σ.Δ.Α. από μέρους του ελληνικού κράτους, μεταξύ των οποίων και αυτών του άρθρου 11 της Συμβάσεως που προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, χωρίς καμία περαιτέρω διάκριση και συγκεκριμένα χωρίς να εξαιρεί την περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη επιχειρηθεί η επανεξέταση της υποθέσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν από την τροποποίησή του. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι ανεξαρτήτως της φύσεως και του είδους της πολιτειακής πράξεως που απετέλεσε το γενεσιουργό αίτιο της παραβιάσεως της Συμβάσεως, η απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. δεν έχει καθεαυτή την ικανότητα να επιφέρει την αυτόθροη κατάργηση της παραπάνω πράξεως, με τις ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις επιχειρήθηκε να ρυθμιστεί για το μέλλον το ανακύψαν ζήτημα ως προς την τύχη των αμετάκλητων και ισχυουσών έναντι πάντων στην Ελλάδα αποφάσεων των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν κατά την εκουσία δικαιοδοσία, οι οποίες είναι αντίθετες σε αναγνωριστική απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., δεδομένου ότι για την αντίστοιχη περίπτωση των ποινικών αποφάσεων παρασχέθηκε η δυνατότητα επαναλήψεως της διαδικασίας με το ν. 2865/2000 με την προσθήκη στο άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ της συναφούς περιπτώσεως (ΑΠ 353/2012).

Έτσι, με την προκείμενη διάταξη παρέχεται η δυνατότητα ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά την εκουσία δικαιοδοσία από το δικαστήριο που την εξέδωσε και μετά από αίτηση του διαδίκου, κατ’ απόκλιση από τον κανόνα που ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση (εδ. α’) ή εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εδ. β’), σύμφωνα με τα παραπάνω ειδικότερα αναφερόμενα, όπως η τελευταία αυτή περίπτωση προστέθηκε ως τρίτος λόγος ανακλήσεως με το άρθρο 29 του ν. 4491/2017 (Φ.Ε.Κ. Α’ 152/13.10.2017). Τούτο δε γιατί στις δίκες της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα, σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου.

Συνεπώς, ο σκοπός της ρυθμίσεως αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις και συνακόλουθα στις εκάστοτε ανάγκες της κοινωνικής ζωής, προς πραγμάτωση του σκοπού των ρυθμιστικών μέτρων, δηλαδή για την επέλευση του διωκόμενου αποτελέσματος. Η ανάγκη ευελιξίας των ρυθμιστικών μέτρων της εκουσίας δικαιοδοσίας και προσαρμοστικότητάς τους στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες συνθήκες αποβλέπει να ικανοποιήσει κυρίως το δημόσιο συμφέρον.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 29-10-2018 με ειδικό αριθμό καταθέσεως 77/2018 αίτηση διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας, κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπ’ αριθμ. 96/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκδόθηκε επί της από 04-12-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 91/5-12-2017 αιτήσεως του ήδη αναιρεσείοντος και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αυτή. Από την επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα:

Με την 36/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, έγινε δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η από 30-01-1984 αίτηση του τότε Νομάρχη Ξάνθης και διατάχθηκε η διάλυση και η διαγραφή από το τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Ξάνθης ειδικό βιβλίο Σωματείων του τότε καθ’ ου η αίτηση και ήδη αναιρεσείοντος σωματείου, με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”.

Με την υπ’ αριθμ 117/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης απορρίφθηκε η ασκηθείσα εκ μέρους του καθ’ ου αίτηση και ήδη αναιρεσείοντος έφεση και με την υπ’ αριθμ. 1530/2000 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η ως άνω εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Τριμελές Εφετείο Θράκης προς περαιτέρω εκδίκαση. Το τελευταίο, μετά από κλήση του ήδη αναιρεσείοντος σωματείου, εξέδωσε την υπ’ αριθμ.31/2002 απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως αβάσιμη και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

Κατά της αποφάσεως αυτής το ήδη αναιρεσείον άσκησε αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1549/2003 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία παραπέμφθηκαν ορισμένοι αναιρετικοί λόγοι στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω δημιουργίας ζητημάτων με γενικότερο ενδιαφέρον, ενώ απορρίφθηκαν οι λοιποί λόγοι αυτής και ακολούθως εκδόθηκε η υπ’αριθμ.4/2005 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως.

Μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, το αιτούν και ήδη αναιρεσείον σωματείο προσέφυγε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τη με αριθμό 26998/2005 προσφυγή του και επ’ αυτής εκδόθηκε η από 27-03-2008 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώθηκε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 11 της Ε.Σ.Δ.Α.

Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής το ήδη αναιρεσείον άσκησε, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, την από 14-11-2008 αίτησή του, με την οποία επικαλούμενο ότι η έκδοση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α. συνιστά μεταβολή των συνθηκών, που δικαιολογεί την ανάκληση της υπ’ αριθμ. 31/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ζήτησε την ανάκληση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ώστε να γίνει δεκτή η έφεσή του να εξαφανιστεί η υπ’ αριθμ. 36/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και στη συνέχεια να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η σχετική αίτηση του τότε Νομάρχη Ξάνθης και να διαταχθεί η εξάλειψη της διαγραφής του από το βιβλίο των Σωματείων του Πρωτοδικείου Ξάνθης.

Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 477/2009 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Θράκης), με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής το ήδη αναιρεσείον άσκησε την από 19-03-2010 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 353/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε.

Με την ένδικη από 04-12-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 91/5-12-2017 αίτησή του, το αιτούν και ήδη αναιρεσείον σωματείο, αφού εξέθετε την παραπάνω αναφερόμενη διαδικαστική διαδρομή της υποθέσεως, καθώς επίσης και ότι μετά την έκδοση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α., με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι, υπό την ειδικότερη έκφανση της συστάσεως σωματείου) δεν δικαιολογείται πλέον η διάλυσή του, επικαλούμενο περαιτέρω την επελθούσα μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι την τροποποίηση της διατάξεως του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4991/2017, ζήτησε, προκειμένου να αποκατασταθεί το προσβληθέν δικαίωμά του, του συνεταιρίζεσθαι, την ανάκληση της υπ’ αριθμ. 31/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατά τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του Ν. 4991/2017, ώστε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεσή του κατά της υπ’ αριθμ. 36/1986 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και μετά ταύτα να απορριφθεί η με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 11/30-1-1984 αίτηση του τότε Νομάρχη Ξάνθης για τη διάλυσή του και να διαταχθεί η εξάλειψη της διαγραφής του από το τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Ξάνθης βιβλίο σωματείων.

Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, η προσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης υπ’ αριθμ. 96/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία, όπως προκύπτει από τη συνολική εκτίμηση του περιεχομένου της, το τελευταίο αυτό Δικαστήριο κατ’ αρχήν έκρινε ότι η ένδικη αίτηση ανακλήσεως ασκήθηκε ενώπιόν του αρμοδίως και παραδεκτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, από το έχον προς τούτο δικαίωμα αιτούν σωματείο, που συμμετείχε στη δίκη ως διάδικος και στρέφεται κατά των διαδίκων που συμμετείχαν στην αρχική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπό ανάκληση απόφαση, όπως στη δικονομική θέση του αρχικά διαδίκου Νομάρχη Ξάνθης, με την ιδιότητά του ως Εποπτεύουσας Αρχής, κατ’ άρθρο 29 του ν. 281/1914, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 12 του ΕισΝΑΚ, είχε ήδη υπεισέλθει, μετά την κατάργηση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων με το ν. 3852/2010, ο πρώτος των καθ’ ων Περιφερειάρχης Ανατολικής Μακεδονίας -Θράκης (άρθρο 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010) . Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο, ερευνώντας περαιτέρω την ένδικη από 04-12-2017 αίτηση ανακλήσεως, αφού δέχτηκε ότι η αίτηση αυτή, που έχει ως δικαιολογητικό λόγο ανακλήσεως την έκδοση της από 27-03-2008 αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α., αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως από 14-11-2008 ανακλητικής αιτήσεως του αιτούντος σωματείου, που ερείδεται στην ίδια απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., έκρινε ότι η άσκηση της ένδικης από 04-12-2017 αιτήσεως προσκρούει στην καταλαμβάνουσα και την πολιτική δίκη δικονομική αρχή non bis in idem, η οποία αποτελεί ειδική εγγύηση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.), την οποία καθιερώνει, επί των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπό την ειδικότερη εκδήλωση της αρνητικής ενέργειάς της, το άρθρο 778 του ΚΠολΔ., δοθέντος ότι ο αποκλεισμός επαναλήψεως της ίδιας δικαστικής διαδικασίας αποσκοπεί στην προάσπιση της ασφάλειας του δικαίου και επιτάσσει η τελεσιδίκως και αμετακλήτως εκφρασθείσα δικαστική κρίση να μην τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, κατ’ αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας και την απέρριψε για το λόγο αυτό, ως απαράδεκτη.

Με τα δεδομένα αυτά, ο πρώτος, κατά ένα μέρος του, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4491/2017, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε μη νόμιμη και απορριπτέα την από 04-12-2017 αίτηση ανακλήσεως, για το λόγο ότι αυτή δεν στηρίζεται στην τροποποιημένη και ισχύουσα, κατά τα προεκτεθέντα, διάταξη του άρθρου 758 του ΚΠολΔ., κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το άλλο μέρος του, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο με το να απορρίψει την ένδικη από 04-12-2017 αίτηση ανακλήσεως παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 12 του Συντάγματος, 78, 79, 80 και 105 του ΑΚ, και 6,11,14 και 46 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.

Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή, με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 παρ. 3 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σωματειακή ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα των πολιτών να συνιστούν μη κερδοσκοπικά σωματεία με χρονικά απροσδιόριστες επιδιώξεις ή να είναι μέλη αυτών, μπορεί να περιοριστεί, με τη μορφή της μη αναγνωρίσεως ή της διαλύσεως του σωματείου με δικαστική απόφαση, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου είναι παράνομοι ή αντίκεινται στη δημόσια τάξη, υπό την έννοια ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση του σωματείου για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται σε μία δημοκρατική κοινωνία ως αναγκαίο μέτρο και αποτελεί επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας ή την πρόληψη των διαταραχών της τάξεως. Προσφυγή δε στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται, όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβιάσεως και του σκοπού στον οποίο τούτο αποβλέπει. Προκύπτει, επίσης, ότι ως νόμος, του οποίου η παράβαση μπορεί να επιφέρει τη μη αναγνώριση ή τη διάλυση του σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη Βουλή και ότι η δημόσια τάξη, προς την οποία η αντίθεση του σκοπού ή της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο μη αναγνωρίσεως ή διαλύσεώς του, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 αριθμ. 3 του ΑΚ, αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιϊκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση δε προς τη δημόσια τάξη υπάρχει όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (ΟλΑΠ 17/1999, ΟλΑΠ 6/1990). Το έννομο, δηλαδή, αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά και για την επίτευξη της οποίας και το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων, στα άρθρα 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συναθροίσεως, ελευθερία λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα). Συνακόλουθα, η ως άνω διάταξη του άρθρου 105 αριθμ. 3 του ΑΚ δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα βρίσκεται εντός των πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθεί στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο έσχατο μέτρο της διαλύσεως αυτού να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που έχει διαπραχθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει να είναι το μέτρο της διαλύσεως κατάλληλο, αλλά και κυρίως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή (ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 58/2006). Η ανάγκη, δηλαδή, προσφυγής στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβάσεως και του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει. Προσέτι, η ανάγκη πρέπει να είναι άμεση και να αποδεικνύεται πειστικά. Απλές μόνο υπόνοιες ή εντυπώσεις για τις προθέσεις ή τις τυχόν δραστηριότητες του σωματείου ως παράνομες ή αντικείμενες στη δημόσια τάξη, με βάση μόνο τη φραστική διατύπωση του καταστατικού ή την ερμηνεία των όρων τούτου, δεν μπορούν από μόνες τους να θεμελιώσουν την ανάγκη προσφυγής στο περιοριστικό μέτρο της διαλύσεως του σωματείου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι κατά την έκδοση της αποφάσεως για αναγνώριση του σωματείου είχε αναγκαίως ερευνηθεί η εναρμόνιση του σκοπού αυτού προς το νόμο και τη δημόσια τάξη, δεν κωλύει την, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105 αριθμ. 3 Αστικού Κώδικα, διάλυση αυτού και αν ακόμη δεν μεταβλήθηκε η νομοθεσία ή η έννοια της δημόσιας τάξεως, διότι η μεν απόφαση περί αναγνωρίσεως του σωματείου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την περί διαλύσεως δίκη ως προς τη συνδρομή της μη αντιθέσεως στο νόμο ή τη δημόσια τάξη, η δε διάταξη του άρθρου 105 αριθμ. 3 ΑΚ δεν ανέχεται τη διατήρηση σωματείου με επιδίωξη σκοπού αντίθετου προς το νόμο ή τη δημόσια τάξη, ώστε εφαρμόζεται αναλόγως η άνω διάταξη και στην περίπτωση που αρχήθεν ο σκοπός ήταν αντίθετος στο νόμο ή τη δημόσια τάξη.

Ακόμη, οι πιο πάνω αποφάσεις του ΑΚ δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 9, 10, 11 και 14 της από 4 Νοεμβρίου 1950 Συμβάσεως της Ρώμης, “δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έναντι των κοινών νόμων. Τούτο δε καθόσον:

α) Στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α’ της Συμβάσεως αυτής, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται στην ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, πλην όμως κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.

β) Στο άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α’ και β’ της ίδιας Συμβάσεως (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία εκφράσεως και ότι το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης ως και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων, πλην όμως στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η άσκηση των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένη καθήκοντα και ευθύνες, δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, την προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων.

γ) Στο άρθρο 11 παρ. 1 της αυτής Συμβάσεως (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως σε συνδικάτα, με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους. Κατά την παρ. 2 εδ. α’, όμως, του ίδιου άρθρου, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους περιορισμούς πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων και

δ) στο άρθρο 14 της αυτής ως άνω Συμβάσεως ορίζεται, ότι η χρήση των αναγνωριζόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους αδιακρίτως, φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.

Κατά συνέπειαν, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των εν λόγω άρθρων 9, 10, 11 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται ότι η δημόσια τάξη, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να θεμελιώσει θεμιτό περιορισμό των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές.

Ας σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α., με την απόφασή του της 17-02-2004 που εκδόθηκε στην υπόθεση Gorzelik και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά από ατομική προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να προβούν στην επίσημη καταχώρηση του σωματείου των προσφυγόντων, υπό την επωνυμία “Ένωση των Προσώπων Σιλεσιανής Ιθαγένειας” έκρινε ότι: «Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το άρθρο 11 (της Ε.Σ.Δ.Α.) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικές υποχρεώσεις του Κράτους, δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων, τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του» (σκέψη 94 της απόφασης αυτής).

Ακόμη, το Ευρ.Δ.Δ.Α. με την απόφασή του της 10-07-1998, που εκδόθηκε στην υπόθεση Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδος έκρινε ότι «αν ένα σωματείο, μετά την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τη δημόσια τάξη ή προς τους κατ’ αρχήν νόμιμους σκοπούς που φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το καταστατικό του, οι αρμόδιες αρχές δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ελληνικού ΑΚ, το πρωτοδικείο θα μπορούσε να διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν αυτό, μετά την αναγνώρισή του, επιδίωκε σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο από το καταστατικό του ή αν η δραστηριότητά του αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη» (σκέψη 46 της απόφασης αυτής).

Τέλος, με βάση τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923 και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 24 Ιουλίου 1923, στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο 2 της ανωτέρω Συμβάσεως, το οποίο ορίζει, ότι “[…] δεν θα περιληφθούν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης” και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο οποίο αναφέρεται, ότι “τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας”. Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι, αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αλλά και η αναγνώριση της υπάρξεως μουσουλμανικής μειονότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας(ΟλΑΠ 4/2005).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την υπό ανάκληση, υπ’ αριθμ. 31/2002, απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

Ότι με τη 287/1946 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης αναγνωρίστηκε το καθ’ ου η αίτηση και ήδη αναιρεσείον σωματείο, με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”, με έδρα την πόλη της Ξάνθης.

Ότι στο άρθρο 8 του καταστατικού του εν λόγω σωματείου, υπό τον τίτλο “ΣΚΟΠΟΣ” αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ” […] σκοπός της ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως είναι όπως εργασθεί υπέρ της πνευματικής, σωματικής και ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης και να συμβάλει εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως…”.

Ότι ο ανωτέρω σκοπός προσκρούει στις προαναφερόμενες συμβάσεις που υπογράφηκαν στη Λωζάνη και έχουν κυρωθεί με νόμο, αφού επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθεί η ύπαρξη στην Ελλάδα (περιοχή Δυτικής Θράκης), εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με τις συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή.

Ότι την προώθηση αυτού του στόχου, την εμφάνιση δηλαδή ως υπαρκτής και μάλιστα “δεινώς καταπιεζόμενης” εθνικής Τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα, μαρτυρεί σειρά από συγκεκριμένες ενέργειες και δραστηριότητες στελεχών του υπόψη σωματείου, με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”, από τις οποίες χαρακτηριστικά αναφέρονται οι εξής: α) Το εν λόγω σωματείο μετέχει δια του Προέδρου του στην άτυπη (μη αναγνωρισμένη ως σωματείο) “Συντονιστική (ή συμβουλευτική) Επιτροπή Τουρκικής Μειονότητας”, η οποία συνεδριάζει συχνά στους χώρους της “Τουρκικής Ενώσεως Ξάνθης” ή του αντίστοιχου σωματείου στην Κομοτηνή, β) Το ίδιο σωματείο συμμετέχει σε συνέδρια της “Ομοσπονδίας Τούρκων Δυτικής Θράκης”, που προβάλλει ως στόχο τη διατήρηση επικαιρότητας για δήθεν σφετερισμό των δικαιωμάτων “των Τούρκων της Δυτικής Θράκης” και γ) Στην αποστολή εκ μέρους του σωματείου της από 30-11-2000 επιστολής προς την Τουρκική εφημερίδα “Χουριέτ”, στην οποία γίνεται αναφορά ότι ” […] οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης γνωρίζουν πολύ καλά την ΤΟΥΡΚΙΚΗ τους ταυτότητα και δήλωσαν ότι υπερασπίστηκαν παντού την ταυτότητά τους κάτω από τις οιεσδήποτε συνθήκες.”.

Ότι η αναφορά στην τουρκική ταυτότητα δεν έχει την έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής, αλλά της κατά τις επιδιώξεις τους ενεστώσας ιδιότητάς τους ως μελών υφιστάμενης στην Ελλάδα τουρκικής μειονότητας, η οποία επιδιώκει την προώθηση εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους και συγκεκριμένα της Τουρκίας. Ότι το αναιρεσείον, με την εμμονή του να έχει το επίθετο “Τουρκική” στην επωνυμία της Ένωσης, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, μουσουλμανικής και χριστιανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα “Τούρκων”.

Ότι αν ήθελε να υποδηλώσει μόνο την καταγωγή των μελών του με τη χρήση του όρου “Τουρκική Ένωση” θα μπορούσε να το πράξει καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση την επωνυμία της Ενώσεως, ώστε να μη δημιουργείται καμία παραπλάνηση.

Έκρινε δε το Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, ότι ο ως άνω σκοπός προσκρούει στη δημόσια τάξη και η διάλυση του ήδη αναιρεσείοντος σωματείου είναι εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού, στον οποίον η διάλυσή του αποβλέπει, τη διαφύλαξη, δηλονότι, της κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων Θράκης, Μουσουλμανικής και Χριστιανικής, και κατ’ επέκταση της γαλήνης της χώρας. Είναι δε το μέτρο της διαλύσεως αναγκαίο, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο αιτών τη διάλυση του σωματείου, τότε Νομάρχης Ξάνθης, ως εποπτεύουσα Αρχή, δεν δικαιούται, σύμφωνα με τα κρατούντα στη δημοκρατική και ευνομούμενη Ελληνική Πολιτεία, να έχει άλλο τρόπο επεμβάσεως στη λειτουργία του αναιρεσείοντος σωματείου από το να επιδιώξει τη διάλυσή του (άρθρο 105 ΑΚ), όπως έπραξε στην προκείμενη περίπτωση. Μετά την απόρριψη της κατά της αποφάσεως αυτής αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε το ήδη αναιρεσείον, με την 4/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η από 27-03-2008 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., με την οποία κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 της Συμβάσεως. Ειδικότερα, το Ε.Δ.Δ.Α. δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική δίκη, μέρος της προαναφερόμενης αποφάσεώς του, τα ακόλουθα:

(Σκέψεις 50 επ.) Σε ό,τι αφορά τους στόχους του πρώτου προσφεύγοντος (ήτοι του σωματείου, με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”), όπως αυτοί προκύπτουν από το καταστατικό του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η αναφορά του όρου “τουρκικός” στον τίτλο και το καταστατικό του, καθώς και η αναφορά των ιδεωδών του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αντέβαιναν στη δημόσια τάξη. Ειδικότερα, το Εφετείο εκτίμησε ότι, μέσω αυτών, το πρώτο προσφεύγον θεωρούσε τα μέλη του Τούρκους και όχι ως “Μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας”, όπως αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λωζάνης. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι της αρμοδιότητάς του να αξιολογήσει τη σημασία που δίνει το εναγόμενο Κράτος στα ζητήματα που σχετίζονται με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Δεν θεωρεί όμως ότι μόνον ο τίτλος και η χρήση του όρου “τουρκικός” μέσα στο καταστατικό του πρώτου προσφεύγοντος αρκούσαν, στην προκειμένη περίπτωση, για να εξαχθεί το συμπέρασμα της επικινδυνότητας του σωματείου για τη δημόσια τάξη. Το Δικαστήριο σημειώνει στο σημείο αυτό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έθεσαν την χρήση των όρων αυτών μέσα στο πλαίσιό της, έτσι όπως αυτό προκύπτει από το ίδιο το καταστατικό του σωματείου. Πράγματι, ο σκοπός του επιδίκου σωματείου, όπως αναφέρει το καταστατικό του, συνίστατο στην προώθηση και την ανάπτυξη της κουλτούρας των “Τούρκων της Δυτικής Θράκης” και στην δημιουργία δεσμών φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, το σωματείο είχε επίσης θεσπίσει πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, από το καταστατικό του πρώτου προσφεύγοντος προκύπτει ότι αυτό επεδίωκε ειρηνικούς σκοπούς που στόχευαν στην ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των μελών μιας μειονότητας. Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι έχει ήδη δεχθεί ότι η εδαφική ακεραιότητα, η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν θα μπορούσαν να απειληθούν από την λειτουργία ενός σωματείου, ο σκοπός του οποίου είναι να ευνοήσει τον πολιτισμό μιας περιοχής, ακόμη και αν στοχεύει επίσης εν μέρει την προώθηση της κουλτούρας μιας μειονότητας. Η ύπαρξη μειονοτήτων και διαφορετικών πολιτισμών μέσα σε μία χώρα συνιστά ιστορικό γεγονός που μία δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να ανέχεται, και ακόμη και να προστατεύει και να υποστηρίζει σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου (Σιδηρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας, σελ. 1615, §41). Εξάλλου, δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι το πρώτο προσφεύγον είχε συσταθεί το 1927 με τον τίτλο “Οίκος της τουρκικής νεολαίας της Ξάνθης” και ότι, στην συνέχεια, το 1936, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκανε δεκτή την αίτησή του να τροποποιήσει την επωνυμία του σε “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι, τον καιρό εκείνο, τα εθνικά δικαστήρια δεν διαπίστωσαν κάποιο στοιχείο, που να προκύπτει είτε από τον τίτλο είτε από το καταστατικό του πρώτου προσφεύγοντος, ικανό να διαταράξει την δημόσια τάξη. Επιπλέον, το πρώτο προσφεύγον συνέχισε, επί μισό αιώνα περίπου, τις δραστηριότητές του χωρίς κανένα εμπόδιο μέχρι την διάλυσή του δια της δικαστικής οδού το έτος 1983. Έτσι, δεν είναι χωρίς σημασία ότι σε ολόκληρη την διάρκεια της ύπαρξης του πρώτου προσφεύγοντος, τίποτα δεν άφηνε να φανεί ότι το καταστατικό του απέκρυπτε διαφορετικούς στόχους και προθέσεις από εκείνους που δήλωνε δημοσίως. Πράγματι, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, ακόμη και αν ο πραγματικός και μοναδικός σκοπός του σωματείου ήταν να προωθήσει την ιδέα ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα, τούτο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αφ’ εαυτού ως απειλή για μία δημοκρατική κοινωνία, ακόμη περισσότερο αφού τίποτα μέσα στο καταστατικό του σωματείου δεν υποδήλωνε ότι τα μέλη του εκθείαζαν την προσφυγή στην βία ή σε αντιδημοκρατικά η αντισυνταγματικά μέσα. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, την εποχή κατά την οποία διαλύθηκε το πρώτο προσφεύγον, αυτό επιδιδόταν σε δραστηριότητες ικανές να προσβάλουν την δημόσια τάξη, την εδαφική ακεραιότητα ή να θέσουν σε κίνδυνο τις δημοκρατικές αξίες. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το Εφετείο Θράκης είχε λάβει υπόψη ειδικότερα ως σχετικά στοιχεία την συμμετοχή του προέδρου του πρώτου προσφεύγοντος σε συνέδρια που οργανώθηκαν είτε από τις τουρκικές αρχές είτε από την “Ομοσπονδία των Τούρκων της Δυτικής Θράκης” και την δημοσίευση μιας επιστολής σε μία τουρκική εφημερίδα αναφερόμενη στους “Τούρκους της Δυτικής Θράκης”. Το εθνικό δικαστήριο είχε επίσης συμπεράνει ότι το πρώτο προσφεύγον παρουσίαζε την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως μία “πολύ καταπιεσμένη τουρκική μειονότητα”. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ουδόλως μπορεί να εξαχθεί από τα στοιχεία αυτά ότι το πρώτο προσφεύγον επιδιδόταν σε δραστηριότητες ικανές να επαληθεύσουν το γεγονός ότι το πρόγραμμά του έκρυβε διαφορετικούς στόχους και προθέσεις από εκείνους που δήλωνε δημοσίως. Αντιθέτως, οι δραστηριότητες που ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο Θράκης επιβεβαιώνουν μόνον το γεγονός ότι το εν λόγω σωματείο υποστήριζε μία μειονοτική συνείδηση, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε αφ’ εαυτού να δικαιολογήσει μία παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το άρθρο 11 (Stankov et Organisation macedonienne unie Ilinden κατά Βουλγαρίας, § 97). Επιπροσθέτως, δεν προκύπτει από την δικογραφία ότι ο πρόεδρος ή τα μέλη του πρώτου προσφεύγοντος προσέφυγαν ποτέ στην βία, στην εξέγερση ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή απόρριψης των δημοκρατικών αρχών, γεγονός που θα συνιστούσε ουσιώδες στοιχείο, το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη [Parti de la liberie et de la democratie (OZDEP) κατά Τουρκίας[GC], αριθ. 23885/94, § 40, CEDH1999-VIII). Η πρόθεση να ανοιγεί δημόσιος διάλογος για την τύχη και την ταυτότητα ενός τμήματος του πληθυσμού ενός Κράτους, όπως προκύπτει από τις δραστηριότητες του προέδρου του πρώτου προσφεύγοντος, δεν αρκεί για να επιβληθεί σε ένα σωματείο ένας περιορισμός τόσο ριζικός, όπως η διάλυσή του. Το δικαίωμα της έκφρασης των απόψεών του μέσω της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (Stankov et Organisation macedonienne unie Ilinden κατά Βουλγαρίας,§ 97) και η έννοια της προσωπικής αυτονομίας (βλέπε Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου[GC], αριθ. 6339/05, § 71, CEDH2007 – Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 2346/02, § 61, CEDH2002-IJJ) υποδηλώνουν το δικαίωμα εκάστου να εκφράζει, μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, τις πεποιθήσεις του πάνω στην εθνική ταυτότητά του. Όσο εξοργιστικές και απαράδεκτες και να μπορούν να φανούν στα μάτια των αρχών ορισμένες απόψεις ή όροι που χρησιμοποιούνται, η διάδοσή τους δεν θα μπορούσε αυτομάτως να θεωρηθεί μία απειλή για την δημόσια τάξη και την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας. Πράγματι, η ουσία της δημοκρατίας υπάρχει στην ικανότητά της να επιλύει τα προβλήματα με ανοιχτό διάλογο. Μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία βασισμένη πάνω στην υπεροχή του δικαίου, οι πολιτικές ιδέες που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη και των οποίων η υλοποίηση απαγορεύεται με ειρηνικά μέσα πρέπει να έχουν μία επαρκή δυνατότητα να εκφράζονται μέσω της άσκησης της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (Stankov et Organisation macedonian unie Ilinden κατά Βουλγαρίας, § 97). Αυτό απαιτούν οι αξίες που εμπεριέχονται σε ένα δημοκρατικό σύστημα, όπως ο πλουραλισμός, η ανοχή και η κοινωνική συνοχή [Ουράνιο Τόξο και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. 74989/01, § 42, CEDH 2005-Χ (αποσπάσματα)].Υπό το φως των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι οι εθνικές αρχές υπερέβησαν την διακριτική ευχέρειά τους και ότι η διάλυση του πρώτου προσφεύγοντος δεν ήταν αναγκαία μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία”.

Μετά την έκδοση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α. και την απόρριψη της πρώτης (από 14-11-2008 ανακλητικής του αιτήσεως) το αιτούν ζήτησε, κατά τα προεκτεθέντα, με την ένδικη από 04-12-2017 αίτησή του «ανακλήσεως – μεταρρυθμίσεως αποφάσεως» (κατ’ άρθρο 758 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 4991/2017) να ανακληθεί -μεταρρυθμιστεί η υπ’ αριθμ. 31/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και αφού ακυρωθεί η με αριθμό 36/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, να απορριφθεί η σχετική αίτηση του τότε Νομάρχη Ξάνθης, να διαταχθεί η εξάλειψη της διαγραφής του από το Βιβλίο Σωματείων του Πρωτοδικείου Ξάνθης, ώστε τούτο να επανέλθει στην προ της διαλύσεώς του νομική και πραγματική κατάσταση.

Όπως έχει εκτεθεί ήδη, στο άρθρο 8 του καταστατικού του αναιρεσείοντος σωματείου, με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”, υπό τον τίτλο “ΣΚΟΠΟΣ” αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ” […] σκοπός της ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως είναι όπως εργασθεί υπέρ της πνευματικής, σωματικής και ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης και να συμβάλει εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως.”. Από την αναφορά τόσο στην επωνυμία, όσο και στο προαναφερθέν άρθρο του καταστατικού του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος σωματείου των όρων “Τουρκική” και “Τούρκων της Δυτικής Θράκης”, προκύπτει ότι το τελευταίο αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τα μέλη του αποκλειστικά και μόνον ως Τούρκους και όχι απλώς ως Μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας, λαμβανομένου υπόψη κυρίως του γεγονότος ότι οι ημεδαποί, ομογενείς ή όχι, ομόθρησκοι ή αλλόθρησκοι, ομόγλωσσοι ή αλλόγλωσσοι, οι οποίοι απέκτησαν την Ελληνική ιθαγένεια, κατά οποιοδήποτε τρόπο (γέννηση, νομιμοποίηση, γάμο, πολιτογράφηση κ.λπ.) ονομάζονται Έλληνες και μόνον Έλληνες, ο δε όρος “Τούρκος” ή “Τουρκικός”, κατά την καθιερωμένη έννοια στην ελληνική γλώσσα, η οποία, κατά το Σύνταγμα της Ελλάδος, είναι η επίσημη γλώσσα του Κράτους, δεν υποδηλώνει τον Έλληνα πολίτη, που πρεσβεύει απλώς άλλη θρησκεία από την επικρατούσα στην Ελλάδα και ομιλεί άλλη από την Ελληνική γλώσσα, αλλά κυρίως ξένο υπήκοο (Τούρκο στην ιθαγένεια).

Από τον προαναφερθέντα σκοπό του αναιρεσείοντος προκύπτει, επίσης, ότι επιδιώκεται με τη λειτουργία του ευθέως η προώθηση, εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους (της Τουρκίας), δηλαδή, η διάδοση και επικράτηση των “πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως”, χωρίς μάλιστα να εξειδικεύονται: α) ποιες είναι οι πνευματικές, κοινωνικές και θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως, β) γιατί έχουν σημασία για τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, γ) γιατί είναι αναγκαία η διάδοση των μεταρρυθμίσεων ενός άλλου κράτους εντός της Ελληνικής Επικράτειας (πράγμα που θα είχε νόημα και αξία μόνο στην περίπτωση που οι μουσουλμάνοι της Θράκης εθεωρούντο πολίτες και συνέχεια του τουρκικού κράτους), ώστε να κριθεί εάν οι μεταρρυθμίσεις αυτές, των οποίων η διάδοση και μάλιστα όχι μόνον μεταξύ των μελών του, αλλά αδιακρίτως μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, αποτελεί έναν από τους σκοπούς του σωματείου, είναι σύμφωνες με τις επιδιώξεις της Ελληνικής Πολιτείας και, συνεπώς, είναι σύννομες ή όχι.

Επιπροσθέτως σημειώνεται ότι στο άρθρο 27 του καταστατικού του εν λόγω σωματείου προβλέπεται η ποινή της οριστικής διαγραφής των μελών του, που προβαίνουν ” […] εις αντιθέτους δημοσιεύσεις και διαδόσεις προς τους εν τω καταστατικώ αναφερομένους σκοπούς και τας πεποιθήσεις της ενώσεως”. Απαγορεύεται, δηλαδή, στα μέλη του σωματείου να έχουν πεποιθήσεις διαφορετικές από εκείνες που έχει το ίδιο το σωματείο (χωρίς και πάλι να εξειδικεύονται ποιες είναι οι εν λόγω πεποιθήσεις) και να προβαίνουν σε δημοσιεύσεις και διαδόσεις αντίθετες προς τους σκοπούς που αναφέρονται στο καταστατικό του. Οι εν λόγω απαγορεύσεις, πέραν του ότι επιβεβαιώνουν, την κρίση, στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο, ότι δηλαδή αντιμετωπίζει και αντιλαμβάνεται τα μέλη του ως Τούρκους και όχι απλώς ως Μουσουλμάνους Ελληνικής υπηκοότητας, το μεν προσβάλλουν ευθέως το δικαίωμα των μελών του στην ελευθερία της εκφράσεως, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α., εφ’ όσον επιβάλλει στα μέλη του συγκεκριμένες πεποιθήσεις, το δε αναιρούν την υποστηριζόμενη εκδοχή ότι το σωματείο επεδίωκε ειρηνικούς σκοπούς, που στόχευαν στην ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των μελών του και ότι για την επίτευξη του στόχου αυτού είχε θεσπίσει πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, καθ’ όσον στην περίπτωση αυτή δεν θα ήταν ανάγκη να επιβάλει στα μέρη του τις συγκεκριμένες πεποιθήσεις, δια της επιβολής της ποινής της οριστικής διαγραφής, για κάθε αντίθετη συμπεριφορά και ενέργεια.

Υπό τα δεδομένα αυτά, όμως, ο σκοπός του αναιρεσείοντος σωματείου έρχεται σε αντίθεση προς την εγχώρια δημόσια τάξη και είναι παράνομος. Προφανής, εξ άλλου, είναι η αντίθεσή του με τις παραπάνω αναφερόμενες διεθνείς συμβάσεις, που υπογράφηκαν στη Λωζάνη και έχουν κυρωθεί με νόμο, αφού επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθεί η ύπαρξη στην Ελλάδα (περιοχή Δυτικής Θράκης), εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με τις συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή. Την προώθηση του στόχου αυτού μαρτυρεί σειρά από συγκεκριμένες ενέργειες και δραστηριότητες στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου, με την επωνυμία “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”, από τις οποίες χαρακτηριστικά αναφέρονται οι εξής: α) Το εν λόγω σωματείο μετέχει δια του Προέδρου του στην άτυπη (μη αναγνωρισμένη ως σωματείο) “Συντονιστική (ή συμβουλευτική) Επιτροπή Τουρκικής Μειονότητας”, η οποία συνεδριάζει συχνά στους χώρους της “Τουρκικής Ενώσεως Ξάνθης” ή του αντίστοιχου σωματείου στην Κομοτηνή, β) Το ίδιο σωματείο συμμετέχει σε συνέδρια της “Ομοσπονδίας Τούρκων Δυτικής Θράκης” και προβάλλει ως άμεσο στόχο τη διατήρηση στην επικαιρότητα, προς ενημέρωση της κοινής γνώμης, ότι οι Ελληνικές Διοικήσεις, ενεργώντας αυθαίρετα, σφετερίζονται τα δικαιώματα των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, γ) Η Τουρκική εφημερίδα “Χουριέτ” δημοσίευσε, στις 08-11-2000, επαινετικό άρθρο της ανταποκρίτριάς της Νουρ Μπατούρ για τον τότε Έλληνα Υπουργό Εθνικής Άμυνας, με την ευκαιρία της επισκέψεώς του στη Θράκη, στο οποίο γινόταν λόγος για “Έλληνες υπηκόους με τουρκικές και πομακικές ρίζες”. Το αναιρεσείον σωματείο απέστειλε την από 30-11-2000 επιστολή του προς την προαναφερόμενη εφημερίδα, διαμαρτυρόμενο έντονα και τονίζοντας ότι ” […] οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης γνωρίζουν πολύ καλά την ΤΟΥΡΚΙΚΗ ταυτότητά τους και δήλωσαν και υπερασπίστηκαν παντού την ταυτότητά τους, κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες”.

Από τις συγκεκριμένες αυτές εκδηλώσεις, που δεν συνιστούν απλές μόνο υπόνοιες ή εντυπώσεις για τις προθέσεις ή τις τυχόν δραστηριότητες του σωματείου, αλλά θετικές ενέργειες αυτού, καταδεικνύεται ότι αυτό αντιμετωπίζει τα μέλη του ως Τούρκους και όχι ως Έλληνες πολίτες με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Η τοιαύτη αναφορά στην τουρκική ταυτότητα δεν έχει την έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής, αλλά της ενεστώσας ιδιότητάς τους, ως μελών υφιστάμενης στην Ελλάδα εθνικής Τουρκικής μειονότητας, η οποία μάλιστα καταπιέζεται δεινώς, για την οποία καταγγέλλουν στη διεθνή κοινή γνώμη (συνέδριο του Λονδίνου, Τουρκική Βουλή), ότι καταπιέζεται και ότι οι “Τούρκοι” της Δυτικής Θράκης θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όχι ως Έλληνες, αλλά ως Τούρκοι, που πρέπει μάλιστα να προστατευθούν από την καταπίεση της Ελληνικής Διοικήσεως. Όμως, η ταυτότητα αυτή, όπως την εμφανίζει το σωματείο, απευθυνόμενο στη διεθνή κοινή γνώμη, είναι ανύπαρκτη, διότι πρόκειται για Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος, που η απώτερη καταγωγή τους είναι Τουρκική ή Πομακική. Αν το αναιρεσείον σωματείο ήθελε να υποδηλώσει μόνο την καταγωγή των μελών του με την χρήση των όρων “Τουρκική Ένωση” και “Τούρκοι Δυτικής Θράκης”, θα μπορούσε να το πράξει καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση την επωνυμία της Ενώσεως, ώστε να μην δημιουργείται καμία παραπλάνηση. Η εμμονή του, όμως, στη χρήση του επιθέτου “Τουρκική” στην επωνυμία του και των όρων “Τούρκων της Δυτικής Θράκης” στο προαναφερθέν άρθρο του καταστατικού του, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική και αρμονική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, χριστιανικής και μουσουλμανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα “Τούρκων”, η αξιολόγηση της σημασίας του οποίου ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Πολιτείας, όπως άλλωστε δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α. το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, σημειώνει ότι “[…] δεν είναι της αρμοδιότητάς του να αξιολογήσει τη σημασία που δίνει το εναγόμενο Κράτος στα ζητήματα που σχετίζονται με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη…”, καθ’ όσον, με τον τρόπο αυτό επιχειρείται μία εκ πλαγίου αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αφού τυχόν αναγνώριση του δικαιώματος δημιουργίας ενώσεως Τούρκων πολιτών στη Δυτική Θράκη, καταργεί στην πράξη την θρησκευτική ταυτότητα της μουσουλμανικής μειονότητας και την καθιστά εθνική μειονότητα.

Συνεπώς, από το καταστατικό και τη σύμφωνα με αυτό λειτουργία και τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες θετικές ενέργειες των στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου δεν εγείρονται απλές υπόνοιες, αλλά προκύπτει σαφώς η επιδίωξη μεταρρυθμίσεων κατά τα κρατούντα σε τρίτο κράτος, προωθούνται οι εθνικές τουρκικές επιδιώξεις (προώθηση της ιδέας ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα), προσβάλλεται η ελευθερία εκφράσεως των μελών του και επέρχεται σύγχυση ως προς την υπηκοότητα των μελών του σωματείου. Η προώθηση, άλλωστε, της προαναφερόμενης ιδέας (ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα), δια των προαναφερομένων συγκεκριμένων θετικών ενεργειών των στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατική κοινωνία της χώρας. Με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται εντόνως η Ελληνική δημόσια τάξη και η εθνική ασφάλεια, τις οποίες η ευνομούμενη και συντεταγμένη Ελληνική Πολιτεία οφείλει να προστατεύει. Συντρέχουν, επομένως, όλες οι κατά νόμον προϋποθέσεις για τη διάλυση του αναιρεσείοντος σωματείου. Είναι δε η διάλυση αυτού (αναιρεσείοντος σωματείου), εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού, στον οποίον η διάλυσή του αποβλέπει, τη διαφύλαξη, δηλονότι, της κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων της ευαίσθητης περιοχής της Θράκης, Χριστιανικής και Μουσουλμανικής και, κατ’ επέκταση, της γαλήνης της χώρας, το μέτρο δε της διαλύσεως αυτού είναι αναγκαίο, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο αιτών τη διάλυση τότε Νομάρχης Ξάνθης, ως εποπτεύουσα Αρχή, δεν εδικαιούτο, σύμφωνα με τα κρατούντα στη δημοκρατική και ευνομούμενη Ελληνική Πολιτεία, να έχει άλλο τρόπο επεμβάσεως στη λειτουργία του αναιρεσείοντος σωματείου από το να επιδιώξει τη διάλυσή του (άρθρο 105 ΑΚ), όπως έπραξε στην προκείμενη περίπτωση, ενώ αντίθετα, το αναιρεσείον σωματείο μπορεί, δια της γενικής συνελεύσεως των μελών του, να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις μιας δημοκρατικής κοινωνίας και να επιδιώξει την τροποποίηση του καταστατικού του, με την αλλαγή της υφιστάμενης επιλήψιμης επωνυμίας, που αντίκειται ευθέως σε διεθνείς συμβάσεις, με άλλη σαφώς προσδιοριστική της ταυτότητας των μελών του επωνυμία και με την απάλειψη των επίμαχων όρων, που το μεν δημιουργούν παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση ως προς την ταυτότητα και τους σκοπούς των μελών του, το δε περιορίζουν την ελευθερία εκφράσεως και προκαλούν σύγχυση και απειλή για τη δημόσια τάξη, ενέργειες, όμως, στις οποίες το αναιρεσείον δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα.

Με τα δεδομένα αυτά, που έγιναν κατά βάση δεκτά και με την υπό ανάκληση απόφαση, νομίμως και στα πλαίσια του άρθρου 11 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. ασκήθηκε το δικαίωμα από το άρθρο 105 αριθμ. 3 του ΑΚ, και ειδικότερα για θεμιτό σκοπό (ήτοι για την προστασία της δημόσιας τάξεως), καθόσον συνέτρεχαν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τη διάλυση του αιτούντος σωματείου, η οποία ήταν εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελούσε σε σχέση αναλογίας μεταξύ των παραπάνω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού στον οποίο η διάλυσή του αποβλέπει και, συνεπώς η, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του Ν. 4991/2017, από 04-12-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 91/5-12-2017 αίτηση ανακλήσεως της υπ’ αριθμ. 31/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, είχε μεν ασκηθεί παραδεκτά, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, πλην όμως ήταν απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αίτηση, δεχόμενο ότι αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως από 14-11-2008 ανακλητικής αιτήσεως του αιτούντος σωματείου, στην οποία προέβαλε επίσης ως δικαιολογητικό λόγο ανακλήσεώς της την έκδοση της ίδιας ως άνω αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α. και ότι συνεπώς (η ένδικη αίτηση) προσκρούει στην καταλαμβάνουσα και την πολιτική δίκη δικονομική αρχή non bis in idem, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι αυτή (ένδικη αίτηση) είναι νομικά αβάσιμη, καθόσον με τα δεδομένα που είχε δεχτεί η υπό ανάκληση απόφαση, το δικαίωμα από το άρθρο 105 αριθμ. 3 του ΑΚ ασκήθηκε νομίμως στα πλαίσια του άρθρου 11 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., και, συνεπώς, το αιτούν σωματείο δεν είχε νόμιμη αξίωση προς ανάκληση της υπ’ αριθμ. 31/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, έσφαλε μεν ως προς την αιτιολογία, πλην, όμως ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, απορρίπτοντας την ως άνω αίτηση, γι’ αυτό πρέπει, κατ’ άρθρο 578 ΚΠολΔ, που ορίζει: “αν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της”, να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ ως απαράδεκτος εν όψει και του ότι δεν υπάρχει, ούτε το αναιρεσείον επικαλείται, έννομο συμφέρον προς αποτροπή δυσμενούς δεδικασμένου, να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της.

Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονομικό δικαίωμα που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, αν και προτάθηκε “την απόφαση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία επιβλέπει την εκτέλεση των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. και η οποία λήφθηκε στην υπ’ αριθμ. 1302 συνεδρίαση μετά την ψήφιση του ν. 4491/2017, στις 5-7 Δεκεμβρίου του έτους 2017”, η οποία θα είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός, ως πλημμέλεια από την άνω επικαλούμενη διάταξη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθ’ όσον η επικαλούμενη απόφαση δεν αποτελεί πράγμα με την ως άνω έννοια.

Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν κήρυξε άκυρη την υπ’ αριθμ. 31/2002 απόφαση του, συνεπεία της οποίας συνεχίζει να υφίσταται η στέρηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, αν και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. προσφυγής 26698/2005 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, η επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η, προβλέπουσα τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως, όταν έχει εκδοθεί απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και, συνακολούθως, δυνατότητα επαναλήψεως της διαδικασίας, διάταξη του άρθρου 758 του Κ.Πολ.Δ., δεν προβλέπει ως κύρωση την ακυρότητα της αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου, της οποίας ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση.

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις και δεν είχαν ενιαία υπεράσπιση, κατά τα νόμιμα και βάσιμα αιτήματα των τελευταίων (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από το αναιρεσείον παραβόλου, λόγω της ήττας του, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 01-01-2016).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-10-2018, με ειδικό αριθμό καταθέσεως 77/2018 αίτηση για αναίρεση της 96/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τον καθένα.Και Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από το αναιρεσείον παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Ιουνίου 2021.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια