Χρειαζόμαστε εθνική πολιτική για το προσφυγικό-μεταναστευτικό Η κόντρα Τουσκ-Γιούνκερ αναδεικνύει την αδυναμία ευρωπαϊκής συνεργασίας Γρά...
Χρειαζόμαστε εθνική πολιτική για το προσφυγικό-μεταναστευτικό
Η κόντρα Τουσκ-Γιούνκερ αναδεικνύει την αδυναμία ευρωπαϊκής συνεργασίας
Γράφει ο Ευρωβουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κύρτσος
Η αντιπαράθεση μεταξύ του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ έχει τεράστιο ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το προσφυγικό-μεταναστευτικό και πως θα πρέπει να επιστρέψουμε στην εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής στο ζήτημα, όπως έκανε, με επιτυχία, η κυβέρνηση Σαμαρά.
Η ευρωπαϊκή παρέμβαση πρέπει να υπάρχει αλλά είναι φανερό ότι δεν λύνει το πρόβλημα.
Η στροφή του Τουσκ
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ υπήρξε, προτού αναλάβει αυτή τη θέση, επιτυχημένος κεντροδεξιός πρωθυπουργός στην Πολωνία. Επί των ημερών του η χώρα του προόδευσε, στη συνέχεια όμως επικράτησαν οι εκπρόσωποι της σκληρής Δεξιάς, οι οποίοι κινούνται μεταξύ ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού. Η κεντροδεξιά είχε δεχτεί την εφαρμογή των ποσοστώσεων σε ό,τι αφορά την μετεγκατάσταση προσφύγων που έχουν εισέλθει στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας και Ιταλίας αλλά η σημερινή κυβέρνηση της σκληρής, εθνικιστικής Δεξιάς δεν δέχεται ούτε έναν πρόσφυγα στα εδάφη της Πολωνίας.
Στην πραγματικότητα η διαφορά είναι περισσότερο ιδεολογική, πολιτική παρά ουσιαστική. Κι αυτό γιατί η Πολωνία με βάση το σύστημα των ποσοστώσεων θα έπρεπε να υποδεχτεί μερικές χιλιάδες πρόσφυγες, των οποίων η βασική φιλοδοξία θα ήταν περάσουν στη γειτονική Γερμανία, όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες που εισήλθαν το 2015 και το 2016 στην Ε.Ε., κυρίως μέσω Ελλάδας.
Η άρνηση της Βαρσοβίας να προσαρμοστεί στις υποδείξεις των Βρυξελλών και του Βερολίνου στο συγκεκριμένο θέμα έχει ενισχύσει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης της Πολωνίας. Η κεντροδεξιά, η οποία ακολουθεί μία φιλοευρωπαϊκή γραμμή, φθείρεται πολιτικά ενώ η κεντροαριστερά βρίσκεται στο πολιτικό περιθώριο.
Με την αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία του, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ έχει δύο στόχους. Πρώτον, να προστατεύσει στο μέτρο του δυνατού τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις στην Πολωνία και να αποτρέψει μία σύγκρουση μεταξύ κρατών μελών της Ε.Ε. που ανήκαν παλαιότερα στο ανατολικό μπλοκ και δυτικών κρατών μελών της Ε.Ε. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία συνεργάζονται στο λεγόμενο γκρουπ του Βίζεγκραντ και εκφράζουν βασικές αντιρρήσεις σε ζητήματα που έχουν σχέση με την ευρωπαϊκή συνεργασία και ολοκλήρωση.
Είναι βέβαιο ότι οι χώρες του Βίζεγκραντ δεν πρόκειται να εφαρμόσουν τις ποσοστώσεις, οι οποίες άλλωστε δεν θα έλυναν το πρόβλημα γιατί είναι πολύ μικρός ο αριθμός των προσφύγων που αναλογούν σε αυτές βάσει των ποσοστώσεων και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να υποχρεωθούν οι πρόσφυγες να μείνουν σε αυτές τις χώρες σε περίπτωση που υποχρεωθούν να εγκατασταθούν εκεί. Οι γερμανικές πιέσεις για την εφαρμογή των ποσοστώσεων είναι ιδιαίτερα αντιπαραγωγικές γιατί η Γερμανία και η Πολωνία έχουν ένα δύσκολο ιστορικό παρελθόν, με την τελευταία να έχει υποστεί τις ναζιστικές θηριωδίες και την κυβέρνησή της να διεκδικεί από το Βερολίνο αποζημιώσεις για τη γερμανική εισβολή και κατοχή της τάξης των 900 δισ. ευρώ.
Μισές δουλειές
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ εκφράζει, πολύ σωστά, τις αντιρρήσεις του στη θέση που διατύπωσε ο κ. Τουσκ αλλά δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη λύση στο πρόβλημα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι οι θεσμοί που φεύγουν μπροστά στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, δεν τους ακολουθούν όμως οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, οι οποίες σε τελική ανάλυση παίρνουν τις αποφάσεις.
Η Ελλάδα πέφτει συνεχώς θύμα της άρνησης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να δεχτούν μια δίκαιη και αποτελεσματική μοιρασιά των υποχρεώσεων για το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Οι «ανατολικοί» δεν θέλουν μετεγκατάσταση προσφύγων.
Οι «δυτικοί» κρατάνε τις ποσοστώσεις σε πολύ χαμηλά επίπεδα και ορίζουν προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθιστούν δύσκολη και την επίτευξη των περιορισμένων στόχων.
Αρνούνται επίσης να αλλάξουν τους κανόνες της συνθήκης Δουβλίνο-2, με την οποία επιβαρύνονται, στη σημερινή συγκυρία, οι χώρες πρώτης εισόδου προσφύγων και μεταναστών, δηλαδή η Ιταλία και η Ελλάδα.
Τέλος, οι χώρες που έχουν τα οικονομικά μέσα αρνούνται να στηρίξουν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ή σε διμερή βάση την Ελλάδα προκειμένου να καλυφθεί σημαντικό μέρος του οικονομικού κόστους της διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού.
Επειδή είναι πρακτικά αδύνατη η επεξεργασία και εφαρμογή ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για το προσφυγικό-μεταναστευτικό, τα αμέσως ερχόμενα χρόνια, έχουμε υποχρέωση να επεξεργαστούμε ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική στο ζήτημα.
Μόνο έτσι θα αποφύγουμε την οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, νέα προβλήματα στα αστικά μας κέντρα και την εξάρτησή μας από τις αποφάσεις της Άγκυρας, η οποία μπορεί να επαναλάβει όσα απαράδεκτα έκανε το 2015-2016, και από την συγκυρία των σχέσεων Βερολίνου-Άγκυρας.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στην Ε.Ε. αφήνοντας το 2015-2016 να περάσουν 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες από την Τουρκία στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας. Δεν είχε εκείνη την κρίσιμη περίοδο εθνική πολιτική για το προσφυγικό-μεταναστευτικό και αν κρίνουμε από όσα δηλώνει ο αρμόδιος υπουργός κ. Μουζάλας εξακολουθεί να μην έχει.