Η υπερφορολόγηση αναγκάζει τις μεγάλες επιχειρήσεις να περιορίσουν το μέγεθός τους για να επιβιώσουν και στερεί από τις μικρομεσαίες επι...
Η υπερφορολόγηση αναγκάζει τις μεγάλες επιχειρήσεις να περιορίσουν το μέγεθός τους για να επιβιώσουν και στερεί από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάθε προοπτική ανάπτυξης, αναφέρει ο ΣΕΒ σε ειδική έκθεση που αναλύει ειδικότερα τις επιπτώσεις της αύξησης των φόρων στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών.
Σύμφωνα με την ανάλυση, ορισμένες δραστηριότητες («από τον υδραυλικό και τη μανικιουρίστα έως τα ιδιαίτερα και το σουβλατζίδικο» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά) προσαρμόζονται και επιβιώνουν στην ημιπαρανομία όταν το θεσμικό πλαίσιο καθίσταται πιο επαχθές από πλευράς φόρων.
Υπάρχουν όμως και οικονομικές δραστηριότητες που απαιτούν πιο σύνθετα σχήματα οργάνωσης, όπως η βιομηχανική παραγωγή που λόγω των περισσότερων και πιο σύνθετων σχέσεων με εργαζόμενους, πελάτες και προμηθευτές, δεν μπορούν να λειτουργήσουν εκτός της επίσημης οικονομίας.
Έτσι οι επιλογές που έχουν είναι η μετανάστευση, μέσω ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων στο εξωτερικό και η σταδιακή «συνταξιοδότηση» των ημεδαπών δραστηριοτήτων, η παύση λειτουργίας ή η συρρίκνωση των δραστηριοτήτων.
«Όταν αποχωρεί μια οργανωμένη επιχείρηση από την Ελλάδα μεταναστεύουν οι εργαζόμενοι υψηλών προδιαγραφών (όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια), καθώς τα μη οργανωμένα και κατά κανόνα μικρά εγκλωβισμένα επιχειρηματικά σχήματα, δεν είναι σε θέση να τους προσφέρουν ούτε ικανοποιητικές αμοιβές ούτε προοπτικές εξέλιξης. Μαζί τους μεταναστεύουν τα εισοδήματα από την εργασία τους, όπως και οι φόροι και οι εισφορές που πληρώνει ένας εργαζόμενος και η οικογένεια του» αναφέρει ο ΣΕΒ.
Η μελέτη αναγνωρίζει ότι στα χρόνια της κρίσης καταγράφεται μείωση της παραοικονομίας, η οποία μάλιστα είναι ταχύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη τάση που υπάρχει και σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., παρόλο που η παραοικονομία παραμένει υψηλή στη χώρα μας σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ (22,4% αντί 18,3%). Θεωρεί ωστόσο ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έκλεισαν πολλές μικρότερες επιχειρήσεις, και όχι στην ανάπτυξη νομοταγών επιχειρήσεων.
Για τον κλάδο των ποτών ο ΣΕΒ αναφέρει ότι «ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και ανοχής της παρανομίας στερεί -ειδικά από τους μικρομεσαίους παραγωγούς- κάθε δυνατότητα ανάπτυξης, παραδίδοντας μια τεράστια αγορά σε οργανωμένα συμφέροντα λαθρεμπόρων, υπό την πρόφαση μιας ιδιότυπης ανοχής υπέρ των πολύ μικρών παραγωγών που κανιβαλίζει την υπόλοιπη αγορά».
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία ο κλάδος εξασφάλιζε άμεσα και έμμεσα 50.000 θέσεις εργασίας και εισοδήματα στην αλυσίδα αξίας σχεδόν Euro500 εκατ. το 2008. Έκτοτε ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης υπερδιπλασιάστηκε σε Euro2.550 ανά εκατόλιτρο, από Euro1.135 , η νόμιμη αγορά έχει συρρικνωθεί πάνω από 50% και το κράτος εισπράττει τα ίδια περίπου έσοδα από ΕΦΚ αλλά τα έμμεσα έσοδα του από τους εργαζόμενους που έχουν μείνει άνεργοι και την επιχειρηματική δραστηριότητα που έχει διακοπεί έχουν μειωθεί, καθιστώντας έτσι το ισοζύγιο εσόδων αρνητικό.
Παράλληλα η κατανάλωση δεν έχει στην πραγματικότητα μειωθεί, απλά ένα μεγάλο ποσοστό έχει μετακινηθεί σε προϊόντα με χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση ή σε παράνομα προϊόντα που διαφεύγουν το φόρο και για τα οποία τίθενται και ζητήματα ποιότητας.
Ο ΣΕΒ κάνει λόγο τέλος για κατάχρηση του θεσμού των διήμερων αμβυκούχων, των οποίων οι επίσημα καταγεγραμμένες ποσότητες παραγωγής ανέρχονται σε κάτω των 6.500 τόνων, και η συνολική επίσημη και ανεπίσημη παραγωγή υπολογίζεται σε περίπου 25.000 τόνους.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σύμφωνα με την ανάλυση, ορισμένες δραστηριότητες («από τον υδραυλικό και τη μανικιουρίστα έως τα ιδιαίτερα και το σουβλατζίδικο» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά) προσαρμόζονται και επιβιώνουν στην ημιπαρανομία όταν το θεσμικό πλαίσιο καθίσταται πιο επαχθές από πλευράς φόρων.
Υπάρχουν όμως και οικονομικές δραστηριότητες που απαιτούν πιο σύνθετα σχήματα οργάνωσης, όπως η βιομηχανική παραγωγή που λόγω των περισσότερων και πιο σύνθετων σχέσεων με εργαζόμενους, πελάτες και προμηθευτές, δεν μπορούν να λειτουργήσουν εκτός της επίσημης οικονομίας.
Έτσι οι επιλογές που έχουν είναι η μετανάστευση, μέσω ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων στο εξωτερικό και η σταδιακή «συνταξιοδότηση» των ημεδαπών δραστηριοτήτων, η παύση λειτουργίας ή η συρρίκνωση των δραστηριοτήτων.
«Όταν αποχωρεί μια οργανωμένη επιχείρηση από την Ελλάδα μεταναστεύουν οι εργαζόμενοι υψηλών προδιαγραφών (όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια), καθώς τα μη οργανωμένα και κατά κανόνα μικρά εγκλωβισμένα επιχειρηματικά σχήματα, δεν είναι σε θέση να τους προσφέρουν ούτε ικανοποιητικές αμοιβές ούτε προοπτικές εξέλιξης. Μαζί τους μεταναστεύουν τα εισοδήματα από την εργασία τους, όπως και οι φόροι και οι εισφορές που πληρώνει ένας εργαζόμενος και η οικογένεια του» αναφέρει ο ΣΕΒ.
Η μελέτη αναγνωρίζει ότι στα χρόνια της κρίσης καταγράφεται μείωση της παραοικονομίας, η οποία μάλιστα είναι ταχύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη τάση που υπάρχει και σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., παρόλο που η παραοικονομία παραμένει υψηλή στη χώρα μας σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ (22,4% αντί 18,3%). Θεωρεί ωστόσο ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έκλεισαν πολλές μικρότερες επιχειρήσεις, και όχι στην ανάπτυξη νομοταγών επιχειρήσεων.
Για τον κλάδο των ποτών ο ΣΕΒ αναφέρει ότι «ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και ανοχής της παρανομίας στερεί -ειδικά από τους μικρομεσαίους παραγωγούς- κάθε δυνατότητα ανάπτυξης, παραδίδοντας μια τεράστια αγορά σε οργανωμένα συμφέροντα λαθρεμπόρων, υπό την πρόφαση μιας ιδιότυπης ανοχής υπέρ των πολύ μικρών παραγωγών που κανιβαλίζει την υπόλοιπη αγορά».
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία ο κλάδος εξασφάλιζε άμεσα και έμμεσα 50.000 θέσεις εργασίας και εισοδήματα στην αλυσίδα αξίας σχεδόν Euro500 εκατ. το 2008. Έκτοτε ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης υπερδιπλασιάστηκε σε Euro2.550 ανά εκατόλιτρο, από Euro1.135 , η νόμιμη αγορά έχει συρρικνωθεί πάνω από 50% και το κράτος εισπράττει τα ίδια περίπου έσοδα από ΕΦΚ αλλά τα έμμεσα έσοδα του από τους εργαζόμενους που έχουν μείνει άνεργοι και την επιχειρηματική δραστηριότητα που έχει διακοπεί έχουν μειωθεί, καθιστώντας έτσι το ισοζύγιο εσόδων αρνητικό.
Παράλληλα η κατανάλωση δεν έχει στην πραγματικότητα μειωθεί, απλά ένα μεγάλο ποσοστό έχει μετακινηθεί σε προϊόντα με χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση ή σε παράνομα προϊόντα που διαφεύγουν το φόρο και για τα οποία τίθενται και ζητήματα ποιότητας.
Ο ΣΕΒ κάνει λόγο τέλος για κατάχρηση του θεσμού των διήμερων αμβυκούχων, των οποίων οι επίσημα καταγεγραμμένες ποσότητες παραγωγής ανέρχονται σε κάτω των 6.500 τόνων, και η συνολική επίσημη και ανεπίσημη παραγωγή υπολογίζεται σε περίπου 25.000 τόνους.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ