Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές αποτελούν βασική πρακτική εταιρειών, παγκοσμίως, ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των καιρών. Περισ...
Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές αποτελούν βασική πρακτική εταιρειών, παγκοσμίως, ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των καιρών. Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (57%) προσδοκούν ότι θα επιδιώξουν ενεργά συμφωνίες κατά τους επόμενους 12 μήνες, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έρευνα της EY.
Επιπλέον, στην Ελλάδα, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις προχωρούν στο πλαίσιο της προσπάθειας των επιχειρήσεων να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης της τελευταίας επταετίας. Η κρίση αυτή έχει οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση της κατανάλωσης με δεδομένη τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 25%, τη δραστική μείωση της καταναλωτικής δαπάνης κατά περίπου το ίδιο ποσοστό και επιπλέον τη μείωση του εργατικού δυναμικού της χώρας κατά πάνω από 20%.
Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διατηρούν τα ποσοστά ανεργίας στα επίπεδα του 23% και τον αριθμό των ανέργων πάνω του 1 εκατομμυρίου. Κατά συνέπεια, συγχωνεύσεις και εξαγορές που διατηρούν τις θέσεις εργασίας σε έναν κλάδο ή αυξάνουν την προοπτική απασχόλησης σε αυτόν θεωρούνται ως οι αποδοτικότερες σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής.
Η βιωσιμότητα των εξαγορών αυτών αποτελεί βασικό ερώτημα σε ό,τι αφορά όχι μόνο την επιτυχή ολοκλήρωσή τους, αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης των νέων σχημάτων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι την ώρα που το 76% των στελεχών της αγοράς εκτιμούν ότι οι ευκαιρίες εξαγορών βελτιώνονται ή παραμένουν σταθερές, μόνο το 26% θεωρούν ότι θα ολοκληρωθούν επιτυχώς.
Στην Ελλάδα, πέραν των τραπεζικών συγχωνεύσεων, έχει προχωρήσει και μία σειρά από συγχωνεύσεις και εξαγορές που φιλοδοξούν να φέρουν επιτυχή αποτελέσματα σε κλάδους όπως η ασφαλιστική αγορά ή η ενέργεια. Ο τομέας ωστόσο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το λιανεμπόριο.
Παράγοντες της αγοράς, επισημαίνουν με κάθε ευκαιρία, ότι στον τομέα αυτό απαιτούνται όχι μόνο να προωθηθούν αποτελεσματικές λύσεις αλλά επίσης τα σχήματα που θα προκύψουν να έχουν ισχυρές εγγυήσεις βιωσιμότητας.
Η περίπτωση της Μαρινόπουλος είναι η πλέον χαρακτηριστική. 10800 εργαζόμενοι βρέθηκαν στον αέρα. Το ίδιο ισχύει και για εκατοντάδες προμηθευτές που υποχρεώθηκαν σε κούρεμα των οφειλόμενων προς αυτούς κατά 50%, με σημαντικές συνέπειες στη βιωσιμότητά τους. Ήταν ωστόσο -σε μεγάλο βαθμό- οι ίδιοι προμηθευτές που είδαν τα My market να τους εξοφλούν στο ακέραιο, όταν εκείνα εξαγόρασαν το δίκτυο της Βερόπουλος, εξασφαλίζοντας παράλληλα 4200 θέσεις εργασίας.
Βασική διαφορά: Η πρώτη εξαγορά αφορούσε σε μία υπερδανεισμένη επιχείρηση που ανέπτυξε ένα τεράστιο δίκτυο, χωρίς να πληροί προϋποθέσεις βιωσιμότητας. Η δεύτερη αφορούσε στην επιχειρηματική πρωτοβουλία μίας επιχείρησης που απέδειξε στην πράξη τις θετικές επιπτώσεις της βιώσιμης ανάπτυξης.