Βρισκόμαστε σε μια πορεία εθνικής, οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, και πνευματικής παρακμής. Η Ελληνική κοινωνία ζητάει να μάθει ποι...
Βρισκόμαστε σε μια πορεία εθνικής, οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, και πνευματικής παρακμής. Η Ελληνική κοινωνία ζητάει να μάθει ποιά είναι η αλήθεια. ‘Υψιστης σημασίας για όποιον προσπαθεί να καταλάβει γιατί διακυβεύεται το συμφέρον και η επιβίωση των Ελλήνων, γιατί φτάσαμε εδώ που είμαστε και που πάμε. Ο κόσμος ζητάει απεγνωσμένα λύσεις και διέξοδο από την κρίση και ένα ασφαλή μέλλον για τον εαυτό του και για την πατρίδα.
Υπάρχει, όμως, μια μεγάλη ομάδα ελλήνων πολιτών που δεν μπορεί να γνωρίσει την «αλήθεια» γιατί βρίσκεται φυλακισμένει μέσα στις αυταπάτες της και στα δεσμά των εξουσιαστών που χειραγωγούν τις συνείδησή της. Αυτοί οι εξουσιαστές χρησιμοποιούν κίνητρα και μηχανισμούς για να μην μπορεί ο λαός να απαλλαγή από την επιρροή τους. Και το πετυχένουν οδηγόντας τον λαό στην απαιδευσία.
Πιστεύοντας, η ελίτ εξουσίας, ότι κατέχουν και διαχειρίζονται την «απότυτη αλήθεια,» χειραγωγούν την συνείδηση και τις αισθήσεις του λαού που ζουν φυλακισμένοι μέσα στις αυταπάτες. Με αυτήν την έννοια, οι ελίτ πιστεύουν ότι “αυτοί καθορίζουν τις αισθήσεις των μαζών και έχουν το δικαίωμα και υποχρέωση να δίνουν εντολές και οι «μάζες» να τις εκτελούν.” Δηλαδή, την “αλήθεια” για την εμπειρία και τα συμφέροντα της «μάζας» την καθορίζουν εκείνοι που θεωρούν ότι κατέχουν τη “απόλυτη αλήθεια”. Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι η “απόλυτη αλήθεια” είναι ανεξάρτητη από τις εμπειρίες και τα συμφέροντα της «κοινωνικής μάζας”.
Με δεδομένα τα παραπάνω, θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε τρία θέματα. Πρώτον, τα αποτελέσματα μιας σχετικιστικής ή, εναλλακτικά, μιας απολυτιστικής ερμηνείας της θεωρίας όσον αφορά τη συνέπεια της λογικής της τελευταίας. Το δεύτερο και πιο σημαντικό θέμα είναι οι πρακτικές συνέπειες των δύο αυτών ερμηνιών ως οδηγοί για την πολιτική δράση, για να δούμε ποιοί είναι αυτοί που κρατούν τις μάζες απαίδευτες και χειραγωγούν τις συνειδήσεις μέσω της “απόλυτης αλήθειας” ώστε να μην μπορούν να την γνωρίζουν παρά μόνο την “αλήθεια” που καθορίζουν οι ελίτς.
Ποιός είναι ο μηχανισμός και το κίνητρο που χρησιμοποιούν για να τους κάνουν να πιστεύουν σε αυταπάτες; Και τρίτο, το σημαντικότερο, πως θα μπορέσουν οι μάζες να απαλαγούν από τα δεσμά των αισθήσεων και από τα δεσμά αυτών που χειραγωγούν τις συνειδήσεις τους για να γνωρίσουν την “αλήθεια”; Είναι απαραίτητο, συγχρόνως, να επισημανθεί ποιά είναι η λύση και διέξοδος για το λαό για να μπορέσει να απαλλαγεί από αυτή την χειραγώγηση.
Αρχικά, για να μπορέσουν, όμως, οι πολίτες να έχουν μια εικόνα περί «απόλυτης αλήθειας», θα πρέπει να επικεντρωθούν στην διάκριση μεταξύ δύο θεωριών. Τη θεωρία του απολύτου που αντιστοιχεί στην ιδεατή (ιδεολογική) έκφραση των ελίτ, που βρίσκονται στη υπηρεσία της ισχύος και του κέρδους, και που διαμορφώνει τη σκέψη του κοινού, και εναλλακτικά, τη θεωρία της σχετικότητας, που είναι σε διαλεκτική αντίθεση με την απολυτότητα, και που μπορεί κάποιος να προβεί σε μια εμπειρική ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων. Με αυτή την παρατήρηση, θα μπορέσουν:
Πρώτον, να δράσουν προς το δικό τους συμφέρον. Δεύτερον, να κατανοήσουν ποιά είναι τα κίνητρα και οι μηχανισμοί που καθορίζουν τις εξελίξεις. Τρίτον, να έχουν μια σαφή γνώση για τη θεωρία που χρησιμοποιείται από την κυρίαρχη τάξη που καθορίζει και χειραγωγεί τις συνειδήσεις τους. Και τελικώς, να διαπιστώσουν ότι τους υποτάσουν σε μια δική τους ιδεοληψία και απαιδευσία.
Η επιχειρηματολογία μου συνίσταται ότι ο «ιδεαλισμός» της θεωρίας του «απολύτου» κατασκεύαζεται και χρησιμοποιηείται από την αστική τάξη για να χειραγωγεί τις μάζες μέσω της «Απόλυτης αλήθειας». Βλέπουμε, αναλυτικά, πως οι ελίτ κατασκευάζουν τις ιδεολογίες, που αποτελούν ωφελιμιστικά πρότυπα, πνευματικές πεμπτουσίες, για να διατηρήσουν τα δικά τους συμφέροντα, δίνοντας ουτοπικές υποσχέσεις, στις μάζες για συμμετοχή στην εξουσία. Είναι, όμως, σίγουρες αυτές οι ελίτ ότι ποτέ δεν θα εκπληρωθούν τα αιτήματα των μαζών.
Γι’ αυτό και οι ελίτ αναπτύσουν έντονη πολιτική δραστηριότητα για την υπεράσπιση της ευνοικής θέσης που κατέχουν προσπαθόντας να αναλάβουν την πολιτική εξουσία «στο όνομα των μαζών,» και ονειρεύονται να γίνουν οδηγητές τους. ‘Οπως στις επαναστατικές περιόδους του παρελθόντος η αντήληψη ήταν ότι οι μάζες δεν θα πρέπει να αφεθούν να αποφασίζουν για το πεπρωμένο τους συμβαίνει ακόμη και στις μέρες μας.
Αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι «κομμουνιστές», «σοσιαλιστές», «εκσυγχρονιστές», «αναθεωριτές», «μαρξιστική Αριστερά», «ανανεωτικοί αριστεροί», «κεντροαριστεροί», και «δημοκρατικοί», δίνουν αυτούς τους ορισμούς που δεν μπορούν να αντέξουν στην εμπειρική δοκιμασία, δεν επαληθεύονται με αναφορά στις εμπειρίες του πολίτη. ‘Ετσι, το ερώτημα είναι: Ποιά είναι η πρακτική έννοια που δίνουμε στους όρους αυτούς;
Τι εννοούμε με τους όρους πρακτικά; Ορίζουμε τα πράγματα με έναν τρόπο που προστατεύει το συμφέρον μας. Πρέπει να περιγράψουμε αυτό που σήμερα συμβαίνει στο κόσμο από μια εμπειρική θέση. Επειδή ιδέες και εμπειρίες αποτελούν ενότητα, οι επαναστατικές αλλαγές στην εμπειρία εισάγουν πάντοτε νέα λεξιλόγια και μια συνακόλουθη αναδιατύπωση της ιστορίας. Ο «κομμουνισμός», ο «σοσιαλισμός» ή η δημοκρατία είναι τρεις από τους πολλούς όρους στους οποίους μόνο μια κοινωνία που θα είναι στηριγμένη στην αρχή της ισότητας θα μπορέσει να δώσει ένα εμπειρικό νόημα. Γι’ αυτό και η απάθεια των πολιτών χρησιμοποείται για να δικαιολογηθεί η συνεχιζόμενη κυριαρχία των ελιτ.
Κατά συνέπεια, η θεωρία του απολύτου κατέστει ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του αιώνα μας. Τούτο δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως. Ο προαναφερθείς όρος προσδιορίζει την μέθοδο έρευνας η οποία θεωρεί ότι οι «αλήθειες» που κατέχουν οι άνθρωποι αντανακλούν «απόλυτες αλήθειες» που είναι ανεξάρτητες από αυτούς και ιδιαίτερα από τα συμφέροντά τους και τις εμπειρίες τους. Οι ανθρώπινες «αλήθειες», τότε, μπορεί να είναι ανακαλύψιμες μόνο αν κάποιος χρησιμοποιεί τη «σωστή» μεθοδολογία.
Δηλαδή, αυτές οι ιδεολογίες πηγάζουν από το κίνητρο της προστασίας των συμφερόντων των ελίτ. Αυτή την ιδεολογία, που είναι η θεωρία της Απολυτότητας, «πρέπει» να υιοθετούν οι λαικές μάζες και να την ακολουθούν ώστε οι προνομιούχες ελίτ να δικαιολογούν και να διευθύνουν την διατήρηση αυτού του συστήματος. Αυτή η ιδεολογία είναι το «θανατηφόρο δηλητήριο» του κάθε «αφελή» πολίτη που «αλληθωρίζει δεξιά και αριστερά» μη μπορώντας να έχει την δυνατότητα να δει εμπειρικά τα εθνικά μας συμφέροντα και την εθνική μας ανεξαρτησία.
Εκτιμώ ότι για να κατανοήσουμε την “απόλυτη αλήθεια,” χρήζουν οι εξής διευκρινίσεις. Τι είναι η “απόλυτη αλήθεια” ή οι “πολιτικές αλήθειες.” Πρέπει να έχουμε μια σαφή εικόνα στο τι απεικονίζουν οι εννοιες αυτές.
Ως «πολιτικές αλήθειες» εννοούμε τις ιδέες, τις αντιλήψεις, τις έννοιες, τους ορισμούς, τις περιγραφές, τις κατατμήσεις, τις εκφράσεις, τις θεωρίες, τις φιλοσοφίες, τις ιδεολογίες, τις σκέψεις. Οι ανθρώπινες αλήθειες αποτελούν πάντοτε τα ιδεολογικά πρότυπα για τη διατήρηση των συμφερόντων μας. Οι βιολογικές αλήθειες είναι πρότυπα για τη διατήρηση της ζωής και της υγείας, ενώ οι πολιτικές αλήθειες αποτελούν για κάθε άτομο πρότυπα για τη διατήρηση της κοινωνικής και οικονομικής του κατάστασης.
Ένα από τα βασικότερα αξιώματα είναι ότι ιδέα και εμπειρία, θεωρία και πράξη είναι συνδεδεμένες. Σχηματίζουν μιαν ενότητα και η μια αποτελεί τη λειτουργική έκφραση της άλλης. Η μια από τις ωφελιμιστικές αυτές κατηγορίες προηγείται της άλλης, και αποτελεί αίτιο της τελευταίας. Και εδώ είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός θεωρίας και πράξης, εμπειρίας και σκέψης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι ένα από τα βασικότερα αξιώματα είναι να κατανοήσουμε το διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης, εμπειρίας και ιδέας, λόγια και πρακτική. Αυτά τα δύο άκρα σχηματίζουν μιαν ενότητα και η μια αποτελεί τη λειτουργική έκφραση της άλλης. Η μια από τις ωφελιμιστικές αυτές κατηγορίες προηγείται της άλλης, και αποτελεί αίτιο της τελευταίας. Και εδώ είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός θεωρίας και πράξης, εμπειρίας και σκέψης.
Πιο συγκεκριμένα, είναι απαραίητο να επισημανθεί ότι για τις δύο Σχολές θεωρίας και δύο ερμηνείες, που έχουμε αναφέρει, τους Απόλυτους και τους Σχετικιστές, τα κεντρικά σημεία είναι πως θεωρία-πράξη, σκέψη-εμπειρία, ιδέα και πρακτική είναι συνδεμένα. Το ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι: Πρωτοπορεί η συναίσθηση της εμπειρίας; Δηλαδή προκύπτουν νέες ιδέες στη σκέψη μας και μετά τις εφαρμόζουμε, για να μεταβληθεί ο κόσμος; ‘Η η πράξη/συμφέρον μας οδηγεί στη σκέψη/συναίσθηση; Ανεξάρτητα από το ότι οι μάζες δεν πρόσεξαν αυτό το σημείο ποτέ, εν τούτις η απάντηση είναι σαφής.
Οι απόλυτοι θέτουν πρώτα την συναίσθηση. Πιστεύουν πως όταν γεννηθεί μιά νέα κοινωνικο-οικονομική πολιτική αντίληψη στη σκέψη του λαού, τότε αυτός ενεργεί να μετατρέψει το σύστημα ανάλογα. Αντίθετα, ο σχετικιστής υποστηρίζει, ότι δεν είναι οι ιδέες που κατευθύνουν την ιστορία, αλλά οι συγκρούσεις μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Δεν πρέπει να παρατηρούμε τις ιδέες, αλλά τα συμφέροντα και τις επιδράσεις ως κίνητρα. Οι άνθρωποι κτίζουν τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δομές, για να διατηρήσουν την κοινωνική και οικονομική τους θέση. ‘Οταν σκέψη-ύπαρξη, ιδέα-εμπειρία, θεωρία-πράξη έχουν μιά ενότητα, τότε μόνο, μιά εμπειρική αντίληψη της ιδεολογίας δίνει μιά έννοια.
Οι «αλήθειες», υποστηρίζει ο σχετικισμός, καθορίζονται από τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Δηλαδή, η διατήρηση της εμπειρικής μας κατάστασης είναι που καθορίζει την κατάσταση της σκέψης. Με τον σχετικισμό γνωρίζουμε γιατί οι ελίτ θέτουν τις ιδέες πριν από την εμπειρία όταν απευθύνονται στις μάζες, ισχυρίζοντας ότι η προσπάθειά τους θα αναπτύσσει τη συνείδηση των «μαζών».
Επομένως, για κάποιον ο οποίος επιθυμεί τη διατήρηση των ελίτ η άποψη που δίδουν την πρωτοκαθεδρία στις ιδέες, είναι απόλυτα ορθή.
Ενώ για όσους ταυτίζονται με τις μάζες και θέλουν να διατηρήσουν τις τελευταίες, απόλυτα ορθή είναι η άποψη που δίδει την ιδιότητα του πρωτογενούς αιτιατού παράγοντα στην εμπειρία. ‘Εχουμε εξηγήσει αλλού το λόγο για τον οποίο οι ελίτ δίνουν την πρωτοκαθεδρία στις ιδέες όταν απαυθύνονται στις μάζες. Η στάση αυτή προέρχεται από – και προυποθέτει (υπερασπίζει αυτομάτως) τη συνέχιση των σχέσεων υπεροχής έναντι των μαζών.
Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους σχετικιστές.
Οι σχετικιστικοί συμφωνούν στο επιχείρημα ότι υπάρχει μια ενότητα μεταξύ σκέψης και πράξης. Αντίθετα, πιστεύουν ότι οι ιδέες μας δεν απελευθερώνονται ποτέ από την εμπειρία μας, για ν’ απεικονίσουν την εμπειρία κάποιου άλλου ατόμου. Επίσης, υποστηρίζουν ότι η σύνδεση μεταξύ πράξης και σκέψης είναι όχι μόνο για τους ελίτ, που πιστεύουν οι απόλυτοι, αλλά είναι και για κάθε άτομο. Η ενότητα αυτή υπάρχει, είτε ο κόσμος κινηθεί προς τ’ αριστερά, ή προς τα δεξιά. Δεν πιστεύουν οι σχετικιστικοί σε «απόλυτες αλήθειες», αλλά, υποστηρίζουν, ότι η κάθε αλήθεια για κάθε άτομο απεικονίζει την εμπειρία και το συμφέρον του ατόμου. Δεν πιστεύουν σε «αντικειμενικές αλήθειες», που να είναι ανεξάρτητες από τις μάζες.
Αυτό που ο σχετικιστής υποστηρίζει είναι ότι το λειτούργημα της πολιτικής δραστηριότητας και της ιδεολογίας είναι να υποστηρίζουν τα συμφέροντα των ελίτς έναντι αυτών που έχουν λιγότερα. Οι σχετικιστικοί ερμηνεύουν αυτό εννοώντας, ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν πολιτική σκέψη και πράξη προς υποστήριξη ευνοουμένων συμφερόντων. ‘Οσο η κοινωνική τους θέση είναι πιό ελίτ, τόσο πιό πολύ θα κυριαρχίσουν την πολιτική και την φιλοσοφία της κοινότητάς τους ή της τάξης τους, για να την προστατεύσουν. Καθώς, η κοινωνικο-οικονομική κρίση χωρίζει μιά κοινωνία σε δυό ομάδες, τα μέλη των οποίων δεν μπορούν να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους υπάρξεις, ανακαλύπτουν ότι ο σχετικιστιμός ως αποτέλεσμα γίνεται αλήθεια για τους ανθρώπους με την λιγότερη θέση.
Για να εκτιμήσουμε πως οι Απόλυτοι αποτυγχάνουν να περιγράψουν την ανάγκη των σύγχρονων γεγονότων, ας σκεφθούμε την διαφορά μεταξύ εμπειρικής εξήγησης–η οποία δείχνει την ιδεολογία των ανθρώπων ως μιάς φυσικής έκφρασης των άμεσων συμφερόντων τους– και ιδεολογικής εξήγησης, η οποία περιγράφει τις ιδέες τους ως λάθος και μιλάν ν’ αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση δίνοντάς τους μια σωστή κατανόηση. Ας θυμηθούμε επίσης, ότι ο ισχυρισμός των απολύτων είναι ότι η σύνδεση της ιδέας και της εμπειρίας δεν απευθύνεται στις μάζες.
Επιπρόσθετα, για τον απόλυτο ή την θεωρία του, αυτή η «απόλυτη αλήθεια» είναι σχετική με την εμπειρία και τα συμφέροντα των ελίτ, αλλά δεν είναι σχετική με τα συμφέροντα και την εμπειρία της κοινωνίας και μόνο αυτοί την γνωρίζουν, και την ανακαλύπτουν για τους άλλους.
Δηλαδή, πιστεύουν, ότι η κοινωνία έχει λανθασμένη συναίσθηση, δεν γνωρίζει τα συμφέροντά της, γιατί οι αλήθειες αυτές είναι φτιαγμένες έτσι σαν να έχουν απόλυτη και ανεξάρτητη ύπαρξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνουν πως μόνο αυτοί μπορούν ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια για τις μάζες. Συνεπώς, οι απόλυτοι φθάνουν στα συμπεράσματα των ελίτς. Το πιστεύουν αυτό, διότι θέλουν το κόμμα να γνωρίζει την αλήθεια και να την επιβάλλουν στον κόσμο, ότι, δηλαδή, η ελίτ, το κόμμα έχει καλύτερη γνώση για την αλήθεια γιατί υπάρχουν άτομα που είναι πιο ειδικά και πιο διανοούμενα.
Κατά συνέπεια, οι απόλυτοι πιστεύουν, ότι υπάρχει μια αλήθεια, που είναι ανεξάρτητη από τον πολίτη, όχι σχετική. Πιστεύουν ότι όλες αυτές οι «αλήθειες» είναι απόλυτες, «εμείς» τις ανακαλύπτουμε για σας, εσείς δεν έχετε επαφή με την «απόλυτη αλήθεια» και κατ’ αυτό τον τρόπο διατηρείται η θέση των ελίτ εναντίον των πολιτών. Αντίθετα, ο σχετικιστής δεν πιστεύει πως υπάρχει αντικειμενική (απόλυτη) «αλήθεια» ανεξάρτητη από τον λαό. Υποστηρίζει ότι όλες οι «αλήθειες» είναι χρήσιμες επινοήσεις για όλους τους ανθρώπους. Ενώ για τους απόλυτους είναι χρήσιμες επινοήσεις μόνο για τα κόμματα. Δεν συμφέρει να παραδεχθούν, ότι η κάθε αλήθεια είναι «σχετική» για κάθε άτομο και ότι απεικονίζει την εμπειρία, το συμφέρον και την επιβίωση του κάθε ατόμου.
Συμπερασματικά, έχει καταστεί σαφές ότι, όσο κι αν επιθυμούν να ενεργήσουν προς όφελος του λαού, όσο κι αν προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι ενεργούν μέσα από αυτές τις παραμέτρους, οι ελίτ, σε αυτή την περιόδο κρίσεων – όταν όλο και μεγαλύτερες μάζες προσβάλλονται από την κοινωνικοοικονομική εξαθλίωση – αναγκάζονται να εφαρμόσουν μια πολιτική που μεταφέρουν αυτή την εξαθλίωση πρώτα στις χαμηλότερες οικονομικές τάξεις. Με λίγα λόγια, γίνοντε υπερασπιστές των πλουσίων και εχθροί των φτωχών.
Σε αντίθεση με την απολυτότητα, παρατηρούμε ότι, με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, μπορούμε να προβούμε σε μια εμπειρική ανάλυση, προκειμένου να δούμε τη σχέση ανάμεσα στα συμφέροντα των ελίτ και των διαφορετικών ομάδων. Βλέπουμε ότι με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, οδηγούμαστε, μέσα από την εμπειρική πρόσβαση να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ποιά είναι η κατευθυντήρια δύναμη της σημερινής αλλαγής που βιώνουμε καθημερινά, ποιά είναι η λειτουργία της πολιτικής και της ιδεολογίας και γιατί.
Ο σχετικισμός είναι η «αλήθεια» της εμπειρίας μας. Οι μεταβαλόμενες εμπειρίες μας καθιστούν τον σχετικισμό πιο αληθινό για μας. Με την θεωρία της σχετικότητας θα μπορέσουν οι πολίτες να απαλλαγούν από την ιδεολογική ηγεμονία, από τον ιδεολογικό μηχανισμό της «απόλυτης αλήθειας», από την «χειραγώγηση» των συνειδήσεων και από κάθε ιδεαλισμό. Επειδή ο σχετικισμός είναι η «αλήθεια» της εμπειρίας μας, μπορούν οι άνθρωποι να γνωρίσουν την αλήθεια βασιζόμενοι σε εμπειρική ανάλυση.
Εν κατακλείδι: Για να απαλλαγούν οι πολίτες από τις ιδεολογικές παραισθήσεις και να φύγουν από τις αυταπάτες, από τα δεσμά των ελίτ που χειραγωγούν τις αισθήσεις τους και να δουν την αλήθεια, έχουν μόνο μια εναλλακτική επιλογή. Αυτή είναι να αφυπνιστεί ο λαός και να δει τις δικές του ρεαλιστικές και εμπειρικές πραγματικότητες. Η ανάγκη της διατήρησης του κοινωνικού “status quo”των πολιτών να γεννήσει δικές τους αμοιβαίες εμπειρικές πραγματικότητες. Αυτή η εμπειρική πραγματικότητα θα είναι το κίνητρο που θα δημιουργήσει τις δικές του αντιλήψεις, τις δικές του αλήθειες, τις δικές του «πολιτικές ιδεολογίες», που θα αποτελούν τα δικά τους πρότυπα για τη διατήρηση της επιβίωσης του συλλογικού κοινού.
Δηλαδή, για πρώτη φορά θα πρέπει η κοινή τους ιδεολογία να πηγάζει από το δικό τους βίωμα, να απεικονίζει το δικό τους συμφέρον, να είναι η λειτουργική έκφραση της δικής τους εμπειρικής πλευράς. ‘Ετσι ο λαός θα αναπτύξει ερμηνείες (ιδεολογίες) που θα συμβάλλουν στη διατήρηση του κοινού. Σήμερα πρέπει να έχουμε αμοιβαία «μαζική» εμπειρική απεικόνιση της κοινωνικής ανασφάλειας, της εθνικής κρίσης, που καθορίζονται από την ισχυρότερη ανάγκη που είναι η διατήρηση του επιπέδου της επιβίωσης του ελληνικού έθνους.
Αμετάθετο χρέος έχουμε να δούμε ότι οι ελίτ δικαιολογούν το δικό τους προσωπικό έλεγχο επί της συνείδησης της κοινωνίας μέσα από τη θεωρία της Απολυτότητας.
Για να καταρρεύσουν οι ψευδαισθήσεις, θα πρέπει οι πολίτες να ερευνήσουν και να δουν στην πράξη πως η ιδεολογία της απόλυτης «αλήθειας» εξομοιώνεται με την έμπρακτη πολιτική ταύτιση των ελίτ. Αντίστροφα, θα πρέπει να δουν ότι ο σχετικισμός είναι η «αλήθεια» της εμπειρίας τους. Οι μεταβαλόμενες εμπειρίες μας καθιστούν τον σχετικισμό πιο αληθινό για μας.
Μόνον με τον σχετικισμό θα μπορέσουν οι μάζες να μην έχουν αυταπάτες και να ξεφύγουν από τα δεσμά των ελίτ και του κόμματος που χειραγωγούν τις αισθήσεις τους, και να γνωρίσουν την αλήθεια βασιζόμενοι σε εμπειρική ανάλυση, Η εμπειρική πρόσβαση μας υποδεικνύει, με εμπειρικό τρόπο, πως να απαλλαχθούμε από την επιρροή των υποστηρικτών της απόλυτης αλήθειας.
* του Νικόλαου Λ. Μωραίτη. Ph.D.
Διεθνείς Σχέσεις-Συγκριτική πολιτική-
Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ.
Καλιφόρνια, U.S.A., Member of International Hellenic Association (USA)