«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή για μας, παρά μονάχα τα καράβια κι ας είμαστε βουνίσιοι...», μου λέει ανοίγοντας την πόρτα του καφενείου στην ...
«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή για μας, παρά μονάχα τα καράβια κι ας είμαστε βουνίσιοι...», μου λέει ανοίγοντας την πόρτα του καφενείου στην Πάχνη, ένα από τα ορεινά χωριά της μουσουλμανικής μειονότητας. Στο κέντρο της παγωμένης αίθουσας ένας λιπόσαρκος έφηβος «πασπατεύει» την ξυλόσομπα, ενώ περιμετρικά, οι λιγοστοί ηλικιωμένοι με τα λευκά και κίτρινα σαρίκια, τον περιεργάζονται σιωπηλοί. Κατευθυνόμαστε προς ένα γωνιακό τραπέζι.
«Επέστρεψες Ισμέτ;», τον καλωσορίζει ο γκριζαρισμένος μεσήλικας πίσω από ξύλινο πάγκο.
«Χθες το βράδυ», απαντά και στρέφεται προς εμένα. «Να 'ξερες μόνο πόσες φορές την ημέρα καλωσορίζει, ο καφετζής, συγχωριανούς που επιστρέφουν από ταξίδια».
Στις μέρες μας, για τους ορεσίβιους μουσουλμάνους της Θράκης, η έννοια «ταξίδι» είναι συνυφασμένη με την επιβίωση και η επιστροφή στα πάτρια εδάφη σηματοδοτεί ταυτόχρονα την επιστροφή στην ανεργία. «Στα χωριά της μειονότητας η ανεργία αγγίζει δυσθεώρητα νούμερα», μου λέει ο Κεχαγιά Ισμέτ, πίνοντας τον καφέ του. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η ανατολική Μακεδονία και Θράκη είναι η περιφέρεια με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στη χώρα (27,3%).
«Τα προηγούμενα χρόνια οι περισσότεροι εργαζόμασταν στο χώρο της οικοδομής, όμως ο κλάδος κατέρρευσε με την οικονομική κρίση. Δεν βρίσκεις πουθενά μεροκάματο. Γι' αυτό αν και ζούμε στα ορεινά αναγκάστηκαμε να στραφούμε προς τη θάλασσα για να επιβιώσουμε», μου εξηγεί ο Ισμέτ. «Σχεδόν όλοι δουλεύουμε περιστασιακά πια ως εργάτες σε ναυπηγεία του εξωτερικού. Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία, Κύπρο. Για δυο, τρεις μήνες –όσο και όποτε μας χρειάζονται». Τον ρωτώ αν έχει φύγει ποτέ ο ίδιος. «Έφυγα τώρα πρώτη φορά, στα γεράματα, για δυο μήνες στο Αμβούργο. Είναι δύσκολο να ξεσπιτώνεσαι στα 51 σου, όμως τι άλλο να κάνεις; Εκεί τουλάχιστον το μεροκάματο είναι καλό, κολλάνε ένσημα και πληρώνουν τη διαμονή μας για όσο εργαστούμε. Η δουλειά βέβαια είναι σκληρή και επιβλαβής για τον οργανισμό –οι Γερμανοί δεν την επιλέγουν και γι' αυτό άλλωστε και εισάγουν εργάτες».
Καθώς συζητάμε δυο άγνωστοι πλησιάζουν το τραπέζι μας. «Α εδώ θα στα πει καλύτερα ο πρόεδρος για την ερήμωση στον οικοδομικό κλάδο», λέει ο Ισμέτ και με συστήνει στον Κεχαγιά Σαλή, τον πρόεδρο του Σωματείου Ένωσης Οικοδόμων Εργατών Ξάνθης.
«Το σωματείο μας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στη χώρα έπειτα από εκείνο της Αθήνας. Συνολικά αριθμεί 4.500 μέλη...», μπαίνει κατευθείαν στο «ψητό» ο Σαλή, για να μου γνέψει έπειτα: «Ξέρεις πόσοι εργάζονται σήμερα;». Κουνώ το κεφάλι αρνητικά. «Μόλις το 3%. Το υπόλοιπο 97% είναι άνεργοι και μάλιστα μακροχρόνια», απαντά. «Αυτά είναι τα πραγματικά νούμερα. Κι όταν λέω το 3% μη φανταστείς ότι εργάζονται κανονικά, με μερεμέτια ασχολούνται οι άνθρωποι, παλεύοντας να κολλήσουν μερικά ένσημα. Μετά βίας συγκεντρώνουν 30 και 40 ένσημα το χρόνο -το αποτελέσμα; Να μην έχουν ασφάλιση, ενώ φυσικά δεν δικαιούνται και επίδομα ανεργίας».
Τον ρωτώ πόσα ένσημα απαιτούνται μέσα στο χρόνο για να μπορεί να εξασφαλίσει κάποιος το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ. «Τουλάχιστον 80, τα οποία όμως δεν τα βρίσκει κανείς. Δεν υπάρχουν καθόλου δουλειές στο νομό.
Όσοι εργάζονται, φεύγουν εκτός Ξάνθης, κυρίως σε νησιά, αλλά κι αυτοί είναι ελάχιστοι». Ρωτώ τον Σαλή γιατί το σωματείο οικοδόμων αριθμεί τόσα πολλά μέλη σε σχέση με τον πληθυσμό του νομού. «Πριν από μερικές δεκαετίες, η οικοδομή ήταν μονόδρομος για τη μειονότητα.
Πρόσβαση στην παιδεία δεν υπήρχε, οπότε οι νέοι δεν είχαν εναλλακτικές επιλογές. Είτε θα δούλευαν στα καπνά είτε στην οικοδομή. Υπήρχαν βέβαια αρκετές δουλειές τότε αφού από τη δεκαετία του '80 και έπειτα η Ξάνθη γνώρισε μεγάλη άνθηση –ήταν μία από τις πόλεις με τους υψηλότερους δείκτες ανοικοδόμησης.
Έβρισκες παντού μεροκάματο, ειδικά ο μειονοτικός πληθυσμός που διαθέτει τους κορυφαίους τεχνίτες στην Ελλάδα –υπάρχουν μάστορες ανάμεσά μας που μπορούν να "διαβάζουν" αρχιτεκτονικά σχέδια χωρίς καν να έχουν τελειώσει το δημοτικό!».
Ο Κεχαγιά Χαΐρι από δίπλα κουνάει το κεφάλι με νόημα. Εργάζεται ως οικοδόμος από 20 ετών όταν το μεροκάματο ήταν 50 δραχμές –σήμερα στα 60 πια κι έχοντας συμπληρώσει 4.500 ένσημα περιμένει υπομονετικά να βγει στη σύνταξη. «Με συντηρούν τα παιδιά μου για την ώρα, δεν υπάρχει μεροκάματο στην πόλη. Και να υπήρχε εμένα θα έπαιρναν; Δεν μπορώ να συναγωνιστώ στη σκαλωσιά τα νέα παιδιά. Εκείνα πετάνε, εγώ σέρνομαι. Το σώμα δεν βαστάει πια». Τον ρωτώ από πότε έχει να εργαστεί. «Τελευταίο μεροκάματο ήταν το 2009, έκτοτε ψάχνω αλλά μάταια. Σκέφτομαι μήπως φύγω και εγώ στα ναυπηγεία, αλλά η δουλειά εκεί είναι πολύ σκληρή και φοβάμαι ότι δεν θα αντέξω».
Το απόγευμα στο άλλο καφενείο του χωριού, οι νέοι έχουν συγκεντρωθεί για να δουν μπάλα. Ανάμεσά τους και πολλοί πρώην οικοδόμοι που σήμερα βγάζουν το ψωμί τους στα ναυπηγεία της Γερμανίας, της Ολλανδίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Συναντώ τον Μεζίν Σαμπρί. Είναι 37 ετών, παντρεμένος με δύο παιδιά. Μόλις επέστρεψε έπειτα από μια εβδομάδα στην Κύπρο, όπου «καθάρισε ένα πετρελαιοφόρο». Πριν από αυτή τη δουλειά, εργάστηκε ως αμμοβολιστής σε ένα καράβι στο Βέλγιο, ενώ η αρχή της χρονιάς τον βρήκε στη Βρέμη της Γερμανίας.
«Σχεδόν το 100% των νέων ανθρώπων στο χωριό εργάζονται στο εξωτερικό. Ο αδερφός μου είναι στην Αγγλία αυτή την εποχή –βασικά αν πιάσεις έναν, έναν όσους είναι εδώ μέσα, θα δεις ότι όλοι από έχουν επιστρέψει από ναυπηγεία». Τον ρωτώ πόσο είναι το μεροκάματο στη Γερμανία. «Εξαρτάται από τη δουλειά που κάνεις. Εγώ ας πούμε ως αμμοβολιστής παίρνω περίπου 10 ευρώ την ώρα. Εκεί βέβαια δεν δουλεύεις οκτάωρο, αλλά το λιγότερο εννιά με 10 ώρες –συχνά και περισσότερο. Γράφεις πολλές ώρες γιατί δεν ξέρεις πότε θα σε ξαναπάρουν για δουλειά. Οι περισσότεροι φεύγουμε για ένα ένα, δυο μήνες και επιστρέφουμε με 2000-2500 ευρώ πίσω. Ίσα, ίσα να πληρώσουμε λογαριασμούς και να καλύψουμε τα έξοδα της οικογένειας -μετά περιμένουμε να μας καλέσουν πάλι. Από αυτά τα λεφτά ζουν τα χωριά της μειονότητας».
Ρωτώ τον Σαμπρί αν υπάρχουν Γερμανοί που κάνουν την ίδια δουλειά με εκείνον. «Όχι δεν την επιλέγουν γιατί είναι τρομερά επιβλαβής για τον οργανισμό. Σε κάποιες εργασίες εισπνέεις πολλά χημικά, σε άλλες καταστρέφεις τη μέση σου... Ακόμα και αν πετύχεις κάποιον Γερμανό να κάνει αμμοβολή, παίρνει πολύ περισσότερα χρήματα απ' ότι εμείς. Πιθανώς και τα τριπλάσια την ώρα».
Ο Κεχαγιά Μπιλέν είναι 33 ετών. Δεν πρόλαβε την «χρυσή εποχή» της οικοδομής και πλέον -όπως και πολλοί άλλοι συνομήλικοί του- αναζητά εργασία στις ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες της Ευρώπης. «Αγγλία ήμουν τους τελευταίους δυο μήνες και πριν από εκεί, Μαγιόρκα», μου λέει πρώτη κουβέντα. Τον ρωτώ σε ποιον τομέα εξιδικεύεται. «Είμαι στοκαδόρος σε μεγάλα κότερα αλλά όπως σχεδόν όλοι στο χωριό ξεκίνησα από την οικοδομή. Αυτά τα χρόνια όμως πέθαναν για εμάς, δεν υπάρχει μέλλον. Ή θα φύγεις έξω ή θα τριγυρνάς στα καφενεία. Αυτές είναι οι επιλογές που έχεις πια».
Του ζητώ να μου περιγράψει τις συνθήκες εργασίας στο εξωτερικό. «Διαφέρουν από μέρος σε μέρος, αλλά σε γενικές γραμμές είναι οργανωμένα τα πράγματα. Συνήθως είτε έχεις δικό σου σπίτι, είτε μένεις με συγκατοίκους -αλλά σε καλές συνθήκες. Υπάρχουν διαλείμματα κατά τη διάρκεια της εργασίας, ενώ τα λεφτά είναι καλά, υπάρχει ασφάλιση, μέριμνα. Βέβαια μιλάμε για μια επίπονη εργασία». Τον ρωτώ αν φοβάται ότι στο μέλλον τα ναυπηγεία θα του κληροδοτήσουν προβλήματα υγείας. «Το έχω αποδειχθεί πια, τι να κάνω; Μέσα στη χημεία είμαι όλη μέρα. Όμως έχω παιδί έξι ετών και πρέπει να μεγαλώσει. Παλιά που υπήρχε δουλειά στην οικοδομή, ούτε που περνούσε από το μυαλό μας να φύγουμε στη Γερμανία ή την Ολλανδία. Μας έλεγαν οι εργολάβοι που έτρεχαν δουλειές στο εξωτερικό "ελάτε υπάρχουν μεγάλοι μισθοί στα ναυπηγεία" κι όντως υπήρχαν, μισθοί 3000 και 4000 ευρώ. Όμως γιατί να πας στην άλλη άκρη του κόσμου, να τρως τα χημικά, αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδιά, όταν μπορούσες να ζήσεις από την οικοδομή;».