Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς αστυνομικού που αποτάχθηκε γιατί είχε ροπή στην κλοπή, τη μέθη...
Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς αστυνομικού που αποτάχθηκε γιατί είχε ροπή στην κλοπή, τη μέθη, στα ψεύδη, στα τυχερά ηλεκτρονικά παιχνίδια, ενώ παράλληλα εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ζητούσε δανεικά από καταστηματάρχες τα οποία δεν επέστρεφε.
Σύμφωνα με τις πειθαρχικές αποφάσεις, αλλά και την απόφαση του ΣτΕ, ο αστυνομικός το 1995 μπήκε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας τη στιγμή που είχε εξέλθει, άνοιξε το συρτάρι του και αφαίρεσε από το πορτοφόλι του ένα πεντοχίλιαρο (το 1995 νόμισμα ήταν η δραχμή).
Μόλις ο αξιωματικός υπηρεσίας επέστρεψε στο γραφείο του αντελήφθη την κλοπή και κάλεσε τον αστυνομικό να επιστρέψει τα χρήματα. Ο τελευταίος αρνήθηκε ότι έχει πάρει τις 5.000 δραχμές και για να αποφύγει να βρεθούν τα χρήματα επάνω του σε μια πιθανή σωματική έρευνα, τοποθέτησε το χαρτονόμισμα πάνω σε έναν φοριαμό του Αστυνομικού Τμήματος. Σκοπός της ενέργειάς του αυτής ήταν επιπρόσθετα, όπως αναφέρει η απόφαση, να πάρει τα χρήματα αργότερα, όταν θα είχε λήξει το γεγονός.
Όμως, ο αξιωματικός υπηρεσίας αναζήτησε τα χρήματα στους χώρους του Αστυνομικού Τμήματος και τελικά τα βρήκε, ενώ στη συνέχεια έκανε υπηρεσιακή αναφορά.
Οι πειθαρχικές αποφάσεις καταλογίζουν ακόμα στον αστυνομικό ότι επισκεπτόταν διάφορα μπαρ και καφενεία στην περιοχή που υπηρετούσε, κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών, με αποτέλεσμα να μεθάει, προκαλώντας τα δυσμενή σχόλια των πολιτών.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι πήγαινε σε καταστήματα της περιοχής που υπηρετούσε έπινε οινοπνευματώδη ποτά, χωρίς να πληρώνει, δημιουργώντας χρέη, που ποτέ δεν πληρώθηκαν και τα χρέη του ήταν από 25.000 έως 32.000 δραχμές.
Επίσης, με την αστυνομική στολή πήγαινε σε καταστήματα που είχαν τυχερά ηλεκτρονικά παιχνίδια και αφού έκανε μεγάλη κατανάλωση ποτών ζητούσε στη συνέχεια από τους καταστηματάρχες δανεικά (από 40.000 έως 20.000 δραχμές) για να παίξει ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Ακόμη, χρησιμοποιώντας την αστυνομική του ιδιότητα ψώνιζε από διάφορα καταστήματα τρόφιμα και ποτά, χωρίς όμως να πληρώνει.
Σύμφωνα πάντα με τις αποφάσεις, ένα βράδυ πήγε σε ένα καφέ-μπαρ, κατανάλωσε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και αφού μέθυσε, ζήτησε από τον καταστηματάρχη να τον πάει σπίτι του. Όμως, αντί να του υποδείξει πού είναι το σπίτι του, τον γύριζε σε διάφορα σημεία από τις 4:30 έως τις 5:10 τα ξημερώματα και τελικά ο καταστηματάρχης τον άφησε στον δρόμο και έφυγε.
Το πρωί (6 πμ) της ίδιας ημέρας πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα που υπηρετούσε και είπε ότι τον έδειραν 4-5 Αλβανοί λαθρομετανάστες, του πήραν 120.000 δραχμές και την αστυνομική του ταυτότητα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, αφού ξεμέθυσε, παραδέχθηκε ότι δεν έπεσε θύμα ληστείας, κανείς δεν του αφαίρεσε χρήματα, η αστυνομική του ταυτότητα ήταν στο σπίτι του και οι εκδορές που είχε στο μέτωπό του, ήταν από την πτώση του στο τσιμεντένιο κράσπεδο της εισόδου του σπιτιού του λόγω της μέθης του.
Υπηρεσιακά, ο επίμαχος αστυνομικός κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του είναι αντίθετη προς την εντιμότητα και τα χρηστά ήθη, αντιβαίνει την αστυνομική δεοντολογία, ενώ του καταλογίστηκε ότι χρησιμοποιούσε την αστυνομική του ιδιότητα για την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων.
Ακόμη, αναφέρεται στις πειθαρχικές αποφάσεις ότι είχε ροπή στην κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, στη σύναψη χρεών, στη διάπραξη κλοπών, όπως και στο ψεύδος.
Τελικά, κρίθηκε ότι η συμπεριφορά μαρτυρά, δόλια συμπεριφορά, διαφθορά χαρακτήρα, απρεπή διαγωγή κατ΄ επανάληψη και ότι οι πράξεις του θίγουν τόσο την υπόληψη του ίδιου όσο και το κύρος της Ελληνικής Αστυνομίας.
Το ΣτΕ απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του αστυνομικού και επικύρωσε την πειθαρχική ποινή της οριστικής απόταξης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ