Εχει ξαναειπωθεί: είτε λόγω της οθωμανικής κατάκτησης είτε λόγω του ομογενειακού στοιχείου της Πόλης είτε λόγω των μικρασιατών προσφύγων, ...
Εχει ξαναειπωθεί: είτε λόγω της οθωμανικής κατάκτησης είτε λόγω του ομογενειακού στοιχείου της Πόλης είτε λόγω των μικρασιατών προσφύγων, χρησιμοποιούμε καθημερινώς διάφορες λέξεις στο λεξιλόγιό μας που τις πήραμε από την τουρκική γλώσσα και έχουν την ίδια σημασία ή παραπλήσια (π.χ. λέμε “ντουνιάς” και λένε “dünya” και εννοούμε αμφότεροι “κόσμος”, ενώ λέμε “εκμέκ” και εννοούμε το κανταϊφι και λένε “ekmek” και εννοούνε το ψωμί). Με τον ίδιο τρόπο, η τουρκική γλώσσα πήρε επιστημονικούς όρους από την ελληνική ή μεταποίησε ελληνικά τοπωνύμια (π.χ. Στένη = Istinye,. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι μπορείς να θεωρήσεις πως ομιλείς καλά την τουρκική αλλάζοντας τον τόνο σε δικές μας λέξεις και κόβοντας τις καταλήξεις τους, ώστε να τις … μετατρέψεις σε τουρκικές!
Ακου τί πάθαμε: μία από τις πρώτες φορές που επισκεφτήκαμε την Πόλη, σταματήσαμε, ως είθισται, κάπου στη Ραιδεστό (Tekirdag) για τον πρώτο καφέ μετά τα σύνορα. Ευγενέστατος ο τούρκος σερβιτόρος, είδε την Γιώτα που έβγαλε να κάνει τσιγάρο αλλά έψαχνε αναπτήρα. Της έδωσε, λοιπόν, έναν αναπτήρα από τη ρεσεψιόν, λέγοντάς της ταυτόχρονα: “çakmak”, δηλαδή “αναπτήρας”. Ενθουσιάστηκε η φίλη μου, αναφωνήσαμε και εμείς όλοι μαζί “α, τσακμάκι, το λέμε κι εμείς” και σκεφτήκαμε οι αφελείς πόσο … εύκολη θα ήταν η συννενόησή μας στην Πόλη. Πριν προλάβει να κοπάσει η χαρά μας, η Γιώτα, που στο μεταξύ είχε ανάψει το τσιγάρο, χρειάστηκε κάπου να ρίξει τη στάχτη. Ηταν λογικό και επόμενο, να θελήσει να δείξει την πρόοδό της στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας, οπότε απευθύνθηκε στον σερβιτόρο και, εις επήκοον όλων μας, του ζήτησε δυνατά ένα … “τασάκ“, θεωρώντας (και λογικά ίσως) ότι, όπως το τσακμάκι λέγεται “τσακμάκ”, έτσι και το “τασάκι” θα λεγόταν “τασάκ”! Αμ δε! Υπάρχει και αυτός ο νόμος του Μέρφυ, που λέει ότι η αναποδιά έρχεται από κει που δεν την περιμένεις! Στο άκουσμα της λέξης “τασάκ”, και μάλιστα από μία γυναίκα, ο σερβιτόρος και οι παριστάμενοι τούρκοι (κυρίως οδηγοί φορτηγών) πάγωσαν. Εμείς νιώσαμε αμήχανα: “τί στο καλό πια”, είπαμε, “ένα τασάκι ζητήσαμε”. Η φίλη μου επέμενε, μάλιστα: “μπιρ τασάκ, μπιρ τασάκ” (δηλ. “ένα τασάκι” – εμπλούτισε και τη φράση, βλέπεις!).
Στο σημείο εκείνο, μας πλησίασε ο σερβιτόρος, κόκκινος από τη ντροπή, και με σπασμένα αγγλικά και ελληνικά μας εξήγησε ότι ναι μεν το “τσακμάκι” λέγεται στα τουρκικά “τσακμάκ”, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ το “τασάκ” δε σημαίνει (κατ’αναλογική -δική μας- εφαρμογή!) “τασάκι” αλλά … όρχεις! Περιττό να σου περιγράψω τον χαλασμό που επακολούθησε από τα γέλια και τη ντροπή μας.
Για να συνοψίσω: στην Πόλη αποφεύγεις να χρησιμοποιείς λέξεις για το νόημα των οποίων στην τουρκική δεν είσαι σίγουρος. Η λανθασμένη χρήση τους μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, αν αναλογιστούμε τα πιο κλειστά ήθη σε μία μουσουλμανική κοινωνία, όπως η τουρκική, η οποία ωστόσο μακράν απέχει (τουλάχιστον στην τουριστική Πόλη) από τις κοινωνίες άλλων μουσουλμανικών χωρών, όπως π.χ. η Σαουδική Αραβία (πάντα βέβαια υπό προϋποθέσεις: αλλιώς μιλάς μέσα στην Ιστικλάλ, όπου άπαντες σχεδόν κουτσο-μιλάνε την ελληνική, κι αλλιώς π.χ. στο Eyüp, το προάστειο της Πόλης με το “βαθύ” μουσουλμανικό στοιχείο). Ετσι: εδώ μπορεί να λέμε σχεδόν καθημερινά “άει σικτίρ”, εννοώντας από “άει στο διάολο” μέχρι και (φιλικά) “άει στο καλό”! Στην Πόλη, το “Ηa siktir” σημαίνει από “άει πνίξου” έως “άει γ….σου” (από το: ’siktir git’, δηλ.: ‘let them fuck you and go’), φράση ουδόλως φιλική όπως καταλαβαίνεις!