GRID_STYLE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΠΗΓΗ Α.Ε

ΤΙΤΛΟΙ ΕΙΔΗΣΕΩΝ:

latest

ISTIKBAL


Συνάντηση του Βουλευτή Χουσεΐν Ζεϊμπέκ με την Πρόεδρο και το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης

Με αφορμή την αποχή διαρκείας των Δικηγόρων που αποφασίστηκε και μετά από το δημοψήφισμα με αποτέλεσμα 93% υπέρ της αποχής, το Δ.Σ. του ...

Με αφορμή την αποχή διαρκείας των Δικηγόρων που αποφασίστηκε και μετά από το δημοψήφισμα με αποτέλεσμα 93% υπέρ της αποχής, το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης συναντήθηκε με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ξάνθης Χουσεΐν Ζεϊμπέκ και τον Γραμματέα της Ν.Ε. Γιώργο Χατζηθεοδώρου.

Συζητήθηκαν τα θέματα που απασχολούν τον Δικηγορικό κλάδο αλλά κυρίως τα θέματα που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα περισσότερο και έχουν σχέση με τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις. Συγκεκριμένα τα θέματα που απασχολούν το δικηγορικό κόσμο όπως οι ίδιοι τα θέτουν είναι τα παρακάτω:

Βασικά σημεία του νομοσχεδίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στα οποία αντιτίθεται το Δικηγορικό Σώμα και ο νομικός κόσμος της χώρας. Ι. Επί των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης:

Άρθρο 934 ΚΠολΔ
Περιορίζονται ασφυκτικά οι χρόνοι προσβολής των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού όλες οι πράξεις της προδικασίας και κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και την κατάσχεση προσβάλλονται μέσα σε προθεσμία 45 ημερών, όταν, σε αντίθεση με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, οι πράξεις της προδικασίας και της αμφισβήτησης της απαίτησης προσβάλλονται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάσχεση, η δε κατάσχεση προσβάλλεται μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού.

Επίσης η προθεσμία προσβολής του πλειστηριασμού των ακινήτων περιορίζεται στις εξήντα ημέρες από τη μεταγραφή της κατακυρωτικής έκθεσης, ενώ με τον ισχύοντα ΚΠολΔ στις ενενήντα ημέρες.

Άρθρο 937 ΚΠολΔ
Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται μόνο η άσκηση έφεσης. Αμφίβολης νομιμότητας, από πλευράς Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού δικαίου, διάταξη η οποία στερεί τον οφειλέτη να προσφύγει για τελική δικαστική κρίση αναφορικά με την επισπευδόμενη εναντίον του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος με την μέχρι σήμερα νομολογία του ερμήνευε και διέπλαθε το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Διάταξη που ευνοεί κυρίως τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι εκτελεστοί τίτλοι περιορίζονται αποκλειστικά στις διαταγές πληρωμής και δικαστικές αποφάσεις.

Άρθρο 972 ΚΠολΔ
Με τη διάταξη της §1β προβλέπεται, ότι η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί στον συμβολαιογράφο το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό και μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση, σε αντίθεση με την ισχύοντα ΚΠολΔ που προβλέπει δεκαπενθήμερη προθεσμία μετά τον πλειστηριασμό.

Αυτό θα έχει ως συνέπεια να εξοβελίζονται, κατ΄ αποτέλεσμα, οι απλοί δανειστές από την διαδικασία των πλειστηριασμών, αφού οι τράπεζες έχοντας οργανωμένες υπηρεσίες θα μπορούν να παρακολουθούν αυτούς και να γνωρίζουν την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής τους, σε αντίθεση με τους πρώτους που ήδη πριν την διεξαγωγή του πλειστηριασμού, θα έχουν απωλέσει την προθεσμία της αναγγελίας και εντεύθεν της ικανοποίησής τους από το πλειστηρίασμα.

Το σοβαρότατο όμως πρόβλημα που θα δημιουργήσει η διάταξη αυτή, είναι το γεγονός, ότι στη περίπτωση που επισπεύδεται πλειστηριασμός κατά του οφειλέτη, τότε οι τράπεζες, όπως και κάθε άλλος δανειστής, ακριβώς για να αναγγελθούν εμπρόθεσμα πριν από τον πλειστηριασμό, θα αναγκασθούν να καταγγείλουν και τις δικές τους δανειακές συμβάσεις, αυξάνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο των αριθμό των κόκκινων δανείων.

Άρθρο 973 ΚΠολΔ
Με τη διάταξη αυτή αντικαθίσταται η ενημέρωση του πολίτη – οφειλέτη για την νέα ημερομηνία πλειστηριασμού του ακινήτου του, με μια ανάρτηση σε ιστοσελίδα. Η δημοσιότητα και η φυσική ενημέρωση του πολίτη – οφειλέτη είναι αναγκαία.

Άρθρο 977 ΚΠολΔ
Στη διάταξη αυτή και συγκεκριμένα στην §3 προβλέπεται, μεταξύ των άλλων, συμμετοχή στη διανομή του πλειστηριάσματος και των προσημειούχων δανειστών εις τρόπο ώστε οι απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο (υποθήκη) του άρθρου 976 να ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις με γενικό προνόμιο του άρθρου 975 (δικηγορικές αμοιβές, αμοιβές εργαζομένων, απαιτήσεις δημοσίου για ΦΠΑ, απαιτήσεις οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (προσημειώσεις) έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Περαιτέρω προβλέπεται, ότι αν συντρέχουν απαιτήσεις του άρθρου 975 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως.

Διάταξη η οποία ευνοεί αποκλειστικά τις τράπεζες, σε βάρος των εργαζομένων, δικηγόρων, αλλά και απέναντι ακόμα και στο ελληνικό δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, αφού οι πρώτες αποκτούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο συμμετοχή στη διανομή του πλειστηριάσματος ακόμα και με την προσημείωση υποθήκης, χωρίς να είναι αναγκασμένες να την έχουν τρέψει προηγουμένως σε υποθήκη.

Άρθρο 1009 ΚΠολΔ
Με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται, ότι αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία, διάταξη που θέτει σε δυσμενέστατη θέση τον καλόπιστο μισθωτή – επαγγελματία, ο οποίος πέρα από την απώλεια του μισθίου θα έχει και τεράστια οικονομική ζημία στη περίπτωση που θα έχει προβεί, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, σε επενδύσεις στο μίσθιο που πλειστηριάσθηκε.

ΙΙ. Επί των διατάξεων για την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων.
Καταργείται η εμμάρτυρη απόδειξη με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η αποδεικτική διαδικασία και να αναιρείται κάθε έννοια δίκαιης δίκης(άρθρο 237 επ. ΚΠολΔ).

Αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ότι, εν προκειμένω, υιοθετείται ένα «πρότυπο δίκης» που στηρίζεται στην έγγραφη διαδικασία, στην έγγραφη διεξαγωγή των αποδείξεων. Το εν λόγω «πρότυπο» δομείται στη βάση ανελαστικών προθεσμιών και μιας φερόμενης απλοποίησης της όλης διαδικασίας. Η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο κατ’ αρχάς καταργείται. Αυτή η βουβή συζήτηση μπορεί μάλιστα να λάβει χώρα χωρίς την παρουσία διαδίκων ή  πληρεξουσίων δικηγόρων! Στη συνέχεια, προβλέπεται η δυνατότητα να επαναληφθεί η συζήτηση, δηλαδή να υπάρξει κατ’ αντιδικία προφορική εξέταση του μάρτυρα, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο από το δικαστήριο και σε περίπτωση Πολυμελούς Δικαστηρίου τούτη διεξάγεται μόνον ενώπιον του Εισηγητή και όχι της όλης σύνθεσης! Είναι ευνόητο ότι έτσι τίθεται εκποδών η «ουσία» της διάσκεψης του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση. Καταστρατηγείται δε ουσιαστικά η αρχή του φυσικού δικαστή.

Οι αντιρρήσεις, λοιπόν, που έχουν αναπτυχθεί επί των εν λόγω ρυθμίσεων είναι πολλές και άκρως σοβαρές. Ενδεικτικά:
Ουσιαστικά αναιρούνται οι θεμελιώδεις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας που διέπουν μέχρι σήμερα την πολιτική δίκη. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αναφορά στην ακόλουθη σκέψη των συντακτών του νομοσχεδίου, στο βαθμό που αποτέλεσε «δεδομένο» για τις προτεινόμενες ρυθμίσεις: «Είναι  σαφές ότι η συζήτηση στο ακροατήριο αντιμετωπίζεται …ως μια κενή περιεχομένου αλλά και επιβαρύνουσα τυπικότητα (!)». Και τίθεται το ερώτημα: Με ποιο κριτήριο υπολαμβάνεται η τήρηση θεμελιωδών αρχών ως μια ενοχλητική τυπικότητα; Οι δικονομικοί τύποι ήσαν και είναι πάντοτε οι ασφαλιστικές δικλείδες για την αποτροπή αυθαιρεσιών και για την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου.

Διατηρούνται τα υψηλά παράβολα η καταβολή του δικαστικού ενσήμου κατά τη συζήτηση της αγωγής, ακόμη κι αν το αίτημα είναι αναγνωριστικό, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται τα προβλήματα που ήδη ανακύπτουν στην πράξη και να εμποδίζεται η πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη. Η παραβίαση μάλιστα του εν λόγω δικαιώματος έχει ήδη καταδειχθεί με αποφάσεις δικαστηρίων ουσίας, που νομολόγησαν περί της αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων. Και σ’ αυτό το δικαίωμα και σ΄αυτές τις δικαστικές αποφάσεις κώφευσαν οι συντάκτες του νομοσχεδίου.

Προτείνεται επαναφορά της επιβολής προσωρινής κράτησης και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις. Παρά την πρόβλεψη εξαίρεσης, σε περίπτωση που –πάντως- αποδεικνύεται η αδυναμία εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής, η προτεινόμενη διάταξη, ως κανόνας, είναι αμφίβολης συμβατότητας με την ΕΣΔΑ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Είναι ευνόητο ότι η αδιάλλακτη στάση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις παραπάνω ρυθμίσεις συνιστά απρόκλητη επίθεση όχι μόνον κατά της νομικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας, η οποία συνεχίζει να βάλλεται. Ουσιαστική στόχευση των ρυθμίσεων δεν είναι η ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αλλά η εξυπηρέτηση συμφερόντων των Τραπεζών.

Η νομική κοινότητα ομονοεί ότι εν λόγω νομοσχέδιο όχι μόνον δεν συμβάλλει στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, αλλά αντίθετα επιτείνει στην επιβράδυνση της πολιτικής δίκης. Θα προκαλέσει στην πράξη σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, ανασφάλεια δικαίου και εν τέλει έλλειμμα δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια