Νικήτας Χιωτίνης Το θράσος των πολιτικών μας είναι απύθμενο. Κόπτονται για δήθεν «εξυγίανση του δημόσιου τομέα» και για «ιδιωτικοποιή...
Το θράσος των πολιτικών μας είναι απύθμενο. Κόπτονται για δήθεν «εξυγίανση του δημόσιου τομέα» και για «ιδιωτικοποιήσεις» και ενοχοποιούν γι’ αυτό τους πάντες, εκτός από τον εαυτό τους.
Όμως πρόκειται περί ζητημάτων που για την ενδεχόμενη αναγκαιότητά τους ευθύνονται αυτοί πρωτίστως, αν όχι απολύτως. Αντί δηλαδή να αυτοαπολύονται ως απολύτως ανίκανοι και φαύλοι για να διαχειριστούν τα κοινά, ενοχοποιούν άλλους, επικαλούμενοι πραγματικές αλλά και επινοημένες «συγκυρίες», ξεπουλούν και τη χώρα όσο-όσο. Προφανώς και δεν μπαίνουν στον κόπο να αναλύσουν τις πραγματικές διαστάσεις της σημερινής κρίσης: το πρόβλημα σήμερα είναι η έλλειψη ανάπτυξης και αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως ανάπτυξη δεν γίνεται με απολύσεις και άκρα λιτότητα ή με «ιδιωτικοποιήσεις» οργανισμών κοινής ωφέλειας. Μόνο οι σημερινοί υπουργοί μας δεν το καταλαβαίνουν αυτό ή κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, πιστοί στη γερμανική «σχολή» της εσωτερικής υποτίμησης, αν όχι της ενίσχυσης των γερμανικών επιδιώξεων.
Ας αρχίσουμε από τους δημοσίους υπαλλήλους. Το δημόσιο προσλαμβάνει εργαζόμενους για να λειτουργούν καλά οι δημόσιες υπηρεσίες. Αν αυτοί οι υπάλληλοι δεν αποδίδουν, είναι κυρίως γιατί η υπηρεσία τους δεν λειτουργεί σωστά. Στην περίπτωση αυτή, όμως, ευθύνεται πρωτίστως είτε η διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής, που δεν μεριμνά προς τούτο, είτε η «άνωθεν» κακή οργάνωσή της. Οι κατ’ αρχάς δηλαδή και κύριοι υπεύθυνοι πρέπει να αναζητηθούν στους διευθυντές αλλά και στους γενικούς «μάνατζερ» των υπηρεσιών αυτών, δηλαδή στους εκάστοτε Υπουργούς, Υφυπουργούς και Γενικούς Γραμματείς, που οφείλουν να καταστήσουν το Υπουργείο τους, με όλες τις επί μέρους υπηρεσίες του, λειτουργικό και όχι να φέρνουν μαζί τους εκατοντάδες ακριβοπληρωμένων συμβούλων για να το υποκαταστήσουν και ουσιαστικά να το ακυρώσουν. Τελικώς όμως το ανάθεμα πίπτει στους δυστυχείς δημοσίους υπαλλήλους, που συχνά δεν έχουν στην κυριολεξία τι να κάνουν. Συχνά αυτοί οι (μισθοδοτούμενοι) υπάλληλοι είναι και περισσότεροι από όσους πραγματικά η υπηρεσία χρειάζεται, καθιστώντας έτσι επιπροσθέτως το όλο σύστημα όχι μόνο αντιλειτουργικό, αλλά και υπέρογκα δαπανηρό. Γι’ αυτό όμως και πάλι φταίνε οι πολιτικοί που τους διόρισαν πελατειακά και εν πολλοίς εκβιαστικά. Εκβιαστικά, γιατί όταν κάποιος είναι άνεργος και για να εργαστεί πρέπει απαραιτήτως να περάσει από το γραφείο του βουλευτή της περιοχής του, ειδάλλως δεν βρίσκει δουλειά, αυτό λέγεται εκβιασμός. Φταίει βέβαια σε κάποιο βαθμό και ο εκβιαζόμενος, πρωτίστως όμως φταίνε οι εκβιαστές του. Οι οποίοι μάλιστα εκβιαστές επιβάλλουν τώρα να αξιολογούνται οι πρώην πελάτες τους με τρόπο που στερείται στοιχειώδους λογικής (για να εξακολουθήσουν να τους έχουν ακόμα πελάτες μήπως;): υποχρεώνουν τους προϊσταμένους και τους διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών όταν αξιολογούν τους υπαλλήλους τους να εμφανίζουν απαραιτήτως συγκεκριμένο ποσοστό «ανεπαρκών», συγκεκριμένο ποσοστό «ικανών» και συγκεκριμένο ποσοστό «αρίστων». Πρόκειται περί της απόλυτης παράνοιας των ανικάνων ή περί ηθελημένης προσπάθειας διάλυσης των πάντων, αρχής γενομένης από την κοινή λογική; Άραγε στους εμπνευστές αυτής της «νομοθετικής ρύθμισης», στους υπουργούς και στους βουλευτές μας, δηλαδή, τι ποσοστώσεις πρέπει να βάλουμε στην αξιολόγησή τους; Γιατί πρέπει και αυτοί να αξιολογηθούν, υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από εμάς είναι, δημόσιοι υπάλληλοι με χαμηλά και ανέλεγκτα μάλιστα τυπικά προσόντα, αλλά και εκ του αποτελέσματος ανύπαρκτα ουσιαστικά προσόντα. Ας πάψουμε επί τέλους να τους μυθοποιούμε σαν να είναι παλαιού τύπου μονάρχες ή σαν σταρ του σινεμά.
Βεβαίως και πρέπει να υποστούν συνέπειες οι οκνηροί δημόσιοι υπάλληλοι, οι αδιάφοροι και οι φαύλοι, μ’ άλλα λόγια αυτοί που επείσθησαν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως ο κύριος στόχος είναι η ήσσων προσπάθεια, το αεριτζίδικο κέρδος, η ρεμούλα και η λαμογιά, πρωτίστως όμως φταίνε οι πολιτικοί που δημιούργησαν έναν αντιλειτουργικό και αντιαναπτυξιακό δημόσιο τομέα, καταχρώμενοι της εξουσίας τους και εξαντλώντας τα δημόσια ταμεία για ψηφοθηρικούς λόγους. Οφείλουν οι πολιτικοί αυτοί – δηλαδή σχεδόν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού μας – να λογοδοτήσουν για διασπάθιση δημοσίου χρήματος και να υποστούν τις συνέπειες – από τη μη επανεκλογή τους έως την ένδικη δίωξή τους. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό εύκολα διαπιστώνουμε πως οι πολιτικοί με τους αθρόους και κυρίως ασύμβατους με τις πραγματικές ανάγκες των επί μέρους δημοσίων υπηρεσιών διορισμούς, προξένησαν στα δημόσια ταμεία μεγαλύτερη ζημιά από αυτήν που προξένησε, λ.χ. ο Τσοχατζόπουλος.
Ακόμα όμως κι έτσι, υπάρχουν τρόποι η δημόσια διοίκηση να γίνει παραγωγική προς όφελος όλων, δηλαδή της ανάπτυξης, της ενίσχυσης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» συμπεριλαμβανομένης. Κατά πρώτον, ξέρουμε πολύ καλά – ή πρέπει να ξέρουμε – πως σε κάθε απολυμένο του δημόσιου τομέα αντιστοιχούν ίσως περισσότεροι απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα, ξέρουμε επίσης ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα δεν είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη και άρα κακώς τον λοιδορούμε σαν συνολικά υπερτροφικό. Η απαίτηση της «τρόικας» δεν ήταν αρχικώς η απόλυση υπαλλήλων – το έχουν ευθέως δηλώσει αυτό –, ήταν η εύρεση τρόπων αποπληρωμής των χρεών μας. Οι ανίκανοι όμως πολιτικοί μας το μόνο που βρήκαν να κάνουν γι’ αυτό, ήταν να απολύσουν υπαλλήλους για εξοικονόμηση χρημάτων – μέγα μεθοδολογικό λάθος και βαθύτατα αντιαναπτυξιακό, που θα έπρεπε να τους στείλει συλλήβδην σπίτι τους ή στα δικαστήρια. Κατά δεύτερον, υπάρχουν πάμπολλοι τομείς όπου μπορούν οι δημόσιοι υπάλληλοι (και ως δημόσιοι υπάλληλοι) – και συνακολούθως η δημόσια υπηρεσία στην οποίαν υπηρετούν – να αυτοχρηματοδοτούνται. Τα πολλαπλασιαστικά οφέλη θα ήσαν τεράστια. Δεν αναφέρομαι τόσο στην παλαιότερη πρόταση του Θανάση Κανελλοπούλου (στην εποχή που υπήρχαν ακόμα πολιτικοί που σκέπτονταν, προτού ενσκήψει η λαίλαπα των τελευταίων ετών), που πρότεινε δημιουργία δημοσίων εταιριών μιας μετοχής, αναφέρομαι κυρίως σε υπηρεσίες που μπορούν ευθέως να αυτοχρηματοδοτηθούν και που τώρα αποστελεχώνονται δήθεν για να «εξυγιανθούν».
Στα Πανεπιστήμια, π.χ., υπάρχουν οι Ειδικοί Λογαριασμοί Ερευνών, που μέσα στην ανόητη φούρια των απολύσεων αποστελεχώνονται, με συνέπεια να χάνονται πολλά διεθνή προγράμματα και πολλά χρήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και το Υπουργείο Τουρισμού. Τον τελευταίο καιρό δοξολογούμε το Υπουργείο αυτό, λόγω του αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας, τη στιγμή που αυτό δεν κάνει απολύτως τίποτα για τη διάχυση αυτού του τουρισμού στην τοπική οικονομία και όχι στα all inclusive των αόρατων ιδιοκτητών, με τους ανασφάλιστους εργαζόμενους των 300 ευρώ. Αν υπήρχε πολιτική βούληση πραγματικής τοπικής ανάπτυξης μέσω της διακίνησης των τουριστών και σχετικός έλεγχος – από επαρκώς στελεχωμένες υπηρεσίες βεβαίως –, το οικονομικό όφελος για τη χώρα θα ήταν τεράστιο. Το υπουργείο αυτό έχει ακόμα αφήσει τις υπηρεσίες αδειοδοτήσεων των τουριστικών καταλυμάτων με ελάχιστους ή καθόλου εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται και να χάνει πολύτιμο χρόνο και χρήμα όποιος επιδιώκει να πάρει άδεια λειτουργίας του τουριστικού καταλύματός του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της χώρας. Αφήνω κατά μέρος μεγάλες τουριστικές μονάδες που για χρόνια βασανίζονταν με τις αρμόδιες – και υποστελεχωμένες – δημόσιες αρχές.
Υπάρχουν βεβαίως και δημόσιες υπηρεσίες που δεν χρειάζεται να υπάρχουν, πέραν των κακών και διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων. Εδώ όμως αφ’ ενός οφείλουν οι «μάνατζερ» - υπουργοί να προβούν σε μελέτη ανασύνταξης των υπαλληλικών θέσεων, αφ’ ετέρου να εξασφαλιστούν τρόποι ελέγχου των υπαλλήλων από τους προϊσταμένους τους και τους υπουργούς τους, που οφείλουν να οργανώνουν σωστά και να ελέγχουν την αποδοτικότητα των υπηρεσιών των υπουργείων τους. Το αν, π.χ., αυτή τη στιγμή βρέθηκαν υπάλληλοι πολεοδομικών γραφείων με εκατομμύρια, σίγουρα δεν φταίνε μόνο αυτοί: είτε δεν ελέγχθησαν ποτέ, είτε συνεργάστηκαν με υψηλότερα ιστάμενους για προστασία. Ούτε και ο Τσοχατζόπουλος έφταιγε (έκλεβε) μόνο αυτός. Θα πρέπει να το ήξεραν και ενδεχομένως να το εκμεταλλεύονταν και άλλοι, ίσως μάλιστα (και) οι ανώτεροι αυτού στην ιεραρχία (αν δεν το ήξεραν σημαίνει πως αποδέχονται την ηλιθιότητά τους).
Α
ς έρθουμε τώρα στις ιδιωτικοποιήσεις. Γιατί αναγκαζόμαστε – αν αναγκαζόμαστε και δεν εντελλόμαστε – να αλλάξουμε το ιδιοκτησιακό καθεστώς μιας δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιας επιχείρησης; Μα προφανώς γιατί δεν λειτουργεί σωστά. Γιατί όμως η ΔΕΗ, π.χ., δεν λειτουργεί σωστά; Μα προφανώς γιατί είναι λάθος οργανωμένη. Γιατί δεν την οργανώνουμε καλύτερα και αποδοτικότερα για το δημόσιο συμφέρον και παραγωγικότερα, δηλαδή για να προσφέρει ανάπτυξη και άρα εμμέσως κερδοφορία; Προφανώς γιατί είμαστε ανίκανοι να το κάνουμε και προτιμούμε την εύκολη λύση της πώλησής της, γιατί άλλοι θα το κάνουν καλύτερα από εμάς. Ομολογούν δηλαδή οι πολιτικοί μας ότι αδυνατούν να οργανώσουν καλά μια επιχείρηση – το κλειστό και λειτουργικά ακριβό club της ΔΕΗ εν προκειμένω – και εμείς τους ξαναψηφίζουμε, αντί να τους στείλουμε, αν όχι στη δικαιοσύνη, ως καταχραστές δημοσίου χρήματος και τροχοπέδη της παραγωγής και της ανάπτυξης, τουλάχιστον σπίτι τους. Ακόμα και το επιχείρημα ότι επιδιώκουμε να «ανοίξουμε» τις δημόσιες επιχειρήσεις στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» είναι ψεύδος.
Περισσότερο ενισχύουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία στην προσπάθειά της να επινοήσει, να επιχειρήσει και να παράξει, αποκλείοντας εγκλωβισμό της σε ενδεχόμενη μέγγενη κερδοσκόπων, παρά παραδίδοντας την παραγωγή και την εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας και των αγαθών που αποτελούν προϋπόθεση τόσο για την πολυπόθητη ανάπτυξη όσο και την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας (νερό, επικοινωνίες), σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες, εν πολλοίς μάλιστα ανώνυμους. Λιγότερο κράτος δεν σημαίνει αντικατάστασή του με ιδιωτικές εταιρίες του μεγάλου και ανώνυμου κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή πάλι περισσότερο «κράτος» θα έχουμε, κράτος που αντί να (νομίζουμε πως) το ελέγχουμε μέσω των εκλογών, θα καθορίζει τις βασικές παραμέτρους της καθημερινής μας ζωής, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν, κράτος που θα ελέγχει απολύτως και κατά το δοκούν κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία.
Λιγότερο κράτος δεν σημαίνει αντικατάστασή του με ένα άλλο ολιγαρχικό κράτος ανώνυμων κεφαλαιούχων. Λιγότερο κράτος σημαίνει πέρασμα μέρους της κεντρικής εξουσίας και των αποφάσεων που αφορούν στα κοινά προς τους πολίτες του, υπό το κλεισθενικό τρίπτυχο της ισονομίας, ισηγορίας και ισοπολιτείας. Λιγότερο κράτος σημαίνει θέσπιση περισσότερων ατομικών ελευθεριών και δυνατοτήτων των ατόμων – όλο και περισσότερων ατόμων – να παράγουν, να δημιουργούν και να συμμετέχουν στα κοινά. Λιγότερο κράτος σημαίνει σταδιακή θέσπιση Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου, με επαναπροσδιορισμό των όρων «δημοσίου» και «ιδιωτικού» και επαναπροσδιορισμό των λειτουργικών τους σχέσεων, έως συνταύτισής του[1].
Ας το σκεφτούν λίγο καλύτερα αυτό οι δήθεν φιλελεύθεροι της «Δράσης», του Τζήμερου, του Ποταμιού – που είναι κατά βάση παραπόταμος – και των άλλων απληροφόρητων που νομίζουν πως είναι «φιλελεύθεροι».
Επί του παρόντος όμως διανύουμε φάση προπολιτικής περιόδου… ή αλλιώς «…και ημείς άδωμεν».
[1] Νικήτας Χιωτίνης , «Το Ποντίκι» , «Ιδιωτικοποιήσεις ή η ανάγκη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου», 31/7/2012, και «Σχεδίασμα προς το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο», 30/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια