Το «ξέρουν όλοι», συζητιέται στις παρέες και στις τηλεοράσεις, ωστόσο λίγοι είναι εκείνοι που αποφασίζουν να προβούν σε καταγγελία, πολύ λ...
Το «ξέρουν όλοι», συζητιέται στις παρέες και στις τηλεοράσεις, ωστόσο λίγοι είναι εκείνοι που αποφασίζουν να προβούν σε καταγγελία, πολύ λιγότεροι αυτοί που το κάνουν με έναν τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη και εντέλει ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις γιατρών που καταδικάζονται επειδή δωροδοκήθηκαν για να κάνουν τη δουλειά τους.
Οι πιθανές εξηγήσεις για το φαινόμενο είναι αρκετές, ωστόσο τρεις είναι εκείνες που ξεχωρίσαμε συζητώντας με στελέχη ελεγκτικών μηχανισμών και της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.: Πρώτον, η λανθασμένη διαδικασία καταγγελίας των συγκεκριμένων περιστατικών. Δεύτερον, η απροθυμία των ίδιων των θυμάτων να προβούν σε καταγγελίες εξαιτίας της ευαισθησίας του θέματος και, τρίτον, μια ενδεχόμενη υπερβολή όσον αφορά την πραγματική έκταση αλλά και φύση του προβλήματος.
Οσον αφορά το πρώτο, υψηλόβαθμος αστυνομικός που υπηρετεί στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων εξηγεί ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία είναι στην πραγματικότητα ο μοναδικός φορέας στην Ελλάδα που μπορεί να πραγματοποιήσει μια επιχείρηση σύλληψης ιατρού, όπως αναφέρει η Καθημερινή.
Η διαδικασία που ακολουθείται είναι ίδια για όλες τις περιπτώσεις δωροδοκίας. Στήνεται μια επιχείρηση παρακολούθησης σε συνεργασία με το άτομο που κάνει την καταγγελία, ορίζονται οι συνθήκες και το μέρος της παράδοσης των χρημάτων. Υστερα οι αστυνομικοί σε συνεννόηση με εισαγγελική αρχή προσημειώνουν τα χαρτονομίσματα που θα παραδοθούν, δηλαδή με «αόρατο» μαρκαδόρο γράφεται ένας συγκεκριμένος κωδικός επάνω στα χαρτονομίσματα. Γίνεται η παράδοση, υπό την παρακολούθηση της Αστυνομίας, και ο δωροδοκούμενος πιάνεται επ’ αυτοφώρω. «Μόνο έτσι μπορεί η υπόθεση να σταθεί στο δικαστήριο», επισημαίνει η ίδια πηγή.
Αξιοποίηση
Η καταγγελία εκ των υστέρων δεν έχει καμία χρησιμότητα, τουλάχιστον από μόνη της. Αρκετές από τις καταγγελίες γίνονται στα ίδια τα νοσοκομεία. Κάποιες στο υπουργείο Υγείας, άλλες στο σώμα επιθεωρητών Υγείας ή σε ανεξάρτητους φορείς, όπως η Διεθνής Διαφάνεια. Εάν οι αποδέκτες της καταγγελίας γνωρίζουν τη διαδικασία και έχουν διάθεση να σπάσουν τα αποστήματα, παραπέμπουν άμεσα τους καταγγέλλοντες στις εσωτερικές υποθέσεις της ΕΛ.ΑΣ. «Είναι εξαιρετικά δύσκολο, κυρίως όταν έχουμε να κάνουμε με θέματα υγείας, να πείσεις τους πολίτες να προχωρήσουν σε επίσημη επώνυμη καταγγελία εναντίον γιατρού», λέει στην «Κ» η Σοφία Ιωάννου, από τη Διεθνή Διαφάνεια. Η οργάνωση έχει δεχθεί ορισμένες σχετικές καταγγελίες, ωστόσο, όπως επισημαίνουν στελέχη της, ελάχιστες είναι αξιοποιήσιμες. «Καταγγελία για καρκινοπαθή ασθενή που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Μεταξά. Ζητήθηκε έμμεσα από συγγενικό του πρόσωπο να καταβληθεί χρηματικό ποσό για να προχωρήσει η θεραπευτική αγωγή του. Η Διεθνής Διαφάνεια συνέστησε στον ασθενή να ενημερώσει τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., ώστε να προχωρήσει στην οργάνωση επιχείρισης επ’ αυτοφώρω σύλληψης των εμπλεκομένων. Οταν τελικά ο καταγγέλλων προσέγγισε τον γιατρό για να οριστεί η καταβολή του ποσού, τελικά υπήρξε υπαναχώρηση του γιατρού – πιθανόν υποψιάστηκε ότι ο ασθενής είχε προχωρήσει σε καταγγελία και φοβήθηκε για τις συνέπειες», περιγράφει η κ. Ιωάννου.
Ελάχιστες καταδίκες
«Εχουμε αρκετές καταγγελίες αλλά ελάχιστες καταδίκες. Επιπλέον, μέχρι να αποσυρθεί ο νόμος Ρουπακιώτη που νομιμοποιούσε τα φακελάκια, πρόλαβαν και άδειασαν όλες οι ανάλογες υποθέσεις που είχαν συσσωρευτεί από τα προηγούμενα χρόνια», σχολιάζει ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής, δίνοντας ωστόσο μια διαφορετική εικόνα του προβλήματος: «Ενώ φαίνεται να είναι αρκετοί οι γιατροί που παίρνουν “δώρα” εκ των υστέρων, στην πραγματικότητα είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που απαιτούν χρήματα προκειμένου να κάνουν τη δουλειά τους» λέει ο κ. Ρακιντζής, επισημαίνοντας ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι πολίτες δίνουν χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια καλύτερη αντιμετώπιση, για παράδειγμα να χειρουργηθούν από έναν καθηγητή και όχι από «απλό» γιατρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια