Με έντονα αισθητό το στοιχείο του εξαγωγικού προσανατολισμού, παρά τις ασάφειες στη στρατηγική τους, λόγω της προσπάθειας προσαρμογής στα ...
Με έντονα αισθητό το στοιχείο του εξαγωγικού προσανατολισμού, παρά τις ασάφειες στη στρατηγική τους, λόγω της προσπάθειας προσαρμογής στα νέα δεδομένα που προκύπτουν στο εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον και στις απαιτήσεις των διεθνών αγορών, λειτουργούν στην πλειονότητά τους οι βορειοελλαδικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων των ποτών.
Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μελέτη συγκριτικής αξιολόγησης συνολικά 160 επιχειρήσεων από Βόρεια Ελλάδα και Βουλγαρία.Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μελέτη συγκριτικής αξιολόγησης συνολικά 160 επιχειρήσεων από Βόρεια Ελλάδα και Βουλγαρία.
Είναι ενδεικτικό πως παρότι δεν έχουν ξεκαθαρισμένη την επιχειρησιακή τους στόχευση, σε σχέση με την ποιότητα, το κόστος και μια σειρά από άλλους παράγοντες, εντούτοις το 64% του συνόλου έχει ανεπτυγμένη εξωστρεφή δράση, αντλώντας κατά μέσο όρο 40% των εσόδων από πωλήσεις στο εξωτερικό. Η διεθνοποίησή τους δε, αφορά συνήθως 3,5 αγορές και για την επίτευξή της ακολουθείται κατά κανόνα το κλασσικό μονοπάτι της επέκτασης αρχικά στις γειτονικές αγορές, με προοπτική σταδιακά να διαχυθεί και σε άλλες αγορές.
Φαίνεται να υπάρχει μάλιστα προσήλωση μόνο στο κομμάτι των εξαγωγών, σε αντίθεση με την υλοποίηση επενδύσεων στο εξωτερικό, η οποία επιλέγεται μόλις από το 20%, παρότι ως επιχειρηματική επιλογή διανοίγει πολύ περισσότερες προοπτικές κερδών, σε σχέση με το απλό εξαγωγικό εμπόριο.
Ιδιαίτερα υψηλή επίσης είναι και η εξάρτηση των εν λόγω επιχειρήσεων από έναν πολύ μικρό αριθμό, συνήθως τριών ή πέντε, προμηθευτών και ισάριθμων πελατών, με συνέπεια να περιορίζονται και τα περιθώρια ελιγμών στις συναλλαγές τους, ενώ σχετικά χαμηλός είναι και ο εμπλουτισμός της γκάμας των προϊόντων με την προσθήκη νέων.
Τα ανωτέρω συμπεράσματα προκύπτουν από μελέτη συγκριτικής αξιολόγησης συνολικά 160 επιχειρήσεων από τη Βόρεια Ελλάδα και τη Νότια Βουλγαρία, με αντικείμενο στους υποκλάδους της κονσερβοποιίας, των γαλακτοκομικών, της εμφιάλωσης νερού, των ειδών ζαχαροπλαστικής και της οινοποίησης, που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του διασυνοριακού προγράμματος «Ελλάδα-Βουλγαρία 2007-13».
Πρόκειται για έρευνα με θέμα «Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων του κλάδου των τροφίμων μέσω του benchmarking-FIND CONSULTING», που εκπόνησαν ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, το πανεπιστήμιο South West University Neofit Rilsky της Βουλγαρίας και ο οργανισμός South West Initiative.
«Είναι ένα σύγχρονο και επικαιροποιημένο εργαλείο συγκριτικής αξιολόγησης, με βάση το οποίο κάθε μία από τις επιχειρήσεις που συμμετέχει μπορεί να δει που υστερεί σε σχέση με τον καλύτερο της κατηγορίας της και που υπερτερεί έναντι των άλλων», επισήμανε σε συνέντευξη τύπου ο διευθυντής Τεκμηρίωσης και Μελετών του ΣΒΒΕ, Χρήστος Γεωργίου και ανέφερε ότι στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν 160 επιχειρήσεις, 80 από τις περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (πλην νομών Κιλκίς, Πιερίας και Χαλκιδικής) και Αν. Μακεδονίας- Θράκης και, άλλες 80 από τη νότιο Βουλγαρία. Οι επιχειρήσεις απασχολούν μέχρι 50 άτομα προσωπικό, ενώ ο τρόπος λειτουργίας τους αναλύθηκε βάσει 126 δεικτών που εστίασαν σε 11 περιοχές της εταιρικής δραστηριότητας όπως για παράδειγμα τα χρηματοοικονομικά, οι ανθρώπινοι πόροι, η διαχείριση της ποιότητας, τα logistics, το μάρκετινγκ κ.α.
«Οι ελληνικές επιχειρήσεις στα περισσότερα σημεία βρέθηκε να υπερτερούν έναντι των βουλγαρικών, με κυριότερο την κερδοφορία που είναι και το ζητούμενο, ωστόσο το πιο σημαντικό ήταν ότι η έρευνα αυτή που είχε συγκριτικό χαρακτήρα, με το benchmarking, μας έδωσε μία πολύ καθαρή ακτινογραφία των συγκεκριμένων υποκλάδων. Δημιουργήθηκε μία βάση δεδομένων, δυναμική, που θέλουμε να συνεχίσει να λειτουργεί για τις εταιρείες έτσι ώστε, μέσω των συγκρίσεων, να βελτιώνουν τις αποδόσεις τους», τόνισε ο κ. Δημήτρης Σουμπενιώτης, καθηγητής Χρηματοοικονομικής και κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Διοίκησης Επιχειρήσεων, προσθέτοντας πως «σκοπός μας είναι η ένταξη και άλλων επιχειρήσεων τροφίμων αλλά και εταιρειών από άλλους κλάδους».
Παρουσιάζοντας τα ευρήματα της συγκριτικής αξιολόγησης ο κ. Γ. Ταμπακούδης καθηγητής Χρηματοοικονομικής μεταξύ άλλων ανέφερε πως το 64% των ελληνικών επιχειρήσεων του δείγματος είναι εξαγωγικές (το 32% των βουλγαρικών) και επενδύουν σε νέα προϊόντα, έρευνες αγορών κάνει μόνο το 14% των ελληνικών (το 27% των βουλγαρικών). Υστέρηση παρατηρείται στη διαχείριση αποθεμάτων και αποθηκευτικών χώρων. Εντοπίστηκε ότι μόνο το 65% των αποθηκών τους χρησιμοποιείται ενώ κυλιόμενες απογραφές κάνει μόνο το 35% των ελληνικών επιχειρήσεων, γεγονός που σημαίνει πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια μείωσης κόστους με τα logistics.
Σε σχέση με τη διείσδυση των τεχνολογιών Επικοινωνιών και Πληροφορικής, αυτή είναι περιορισμένη, με μόνο το 32% να παρέχει ηλεκτρονικό υπολογιστή στο χώρο δουλειάς, το 26% σύνδεση με το ίντερνετ και το 20% εταιρικό mail. Αλλά αυτό δεν είναι και τόσο παράδοξο αφού το 45% του προσωπικού είναι στην παραγωγή, το 22% στις πωλήσεις, το 8% στο μάνατζμεντ και, σε όλα τα άλλα τμήματα ποσοστά του 5% και κάτω.
Σε ό,τι αφορά τον κρίσιμο τομέα των πιστοποιήσεων της ποιότητας, σημειώνεται ότι τι 70% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πιστοποιημένο κατά HACCP και κατά ΙSO 9001/2008 το 21%, ενώ το ISO ΕΝ 14001 που αφορά περιβαλλοντική διαχείριση έχει ένα 5%, ενώ EMAS και ΙSO 27001, δεν έχει ούτε μία εταιρεία. Για τον τρόπο άσκησης της διοίκησης, τέλος, προέκυψε πως το 80% των ελληνικών επιχειρήσεων λειτουργεί συγκεντρωτικά, στο 58% οι εργαζόμενοι δεν ενημερώνονται για τους στόχους της επιχείρησης, μόνο στο 42% του δείγματος ακολουθούνται συγκεκριμένες διαδικασίες αξιολόγησης των εργαζομένων, ενώ οι επιχειρήσεις που δίνουν μπόνους στους υπαλλήλους τους, είναι το 30%.
Agronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια