-Άφησαν το χρίσμα, αλλά δεν άφησαν το κομματικό τους πρίσμα, από το οποίο διέρχονται τα πάντα Κάποτε, όχι πολύ παλιά, για να γίνει κα...
Κάποτε, όχι πολύ παλιά, για να γίνει κανείς Δήμαρχος (για παράδειγμα) έπρεπε να λάβει… το χρίσμα! Να βρεθεί δηλαδή ένα κόμμα να τον σπονσοράρει, οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά, μετουσιώνοντάς τον σε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της πολιτικής του.
Έτσι, ο έμπιστος αποκτούσε την πολιτική διεισδυτικότητα στο εκλογικό σώμα που ήταν ικανή να τον οδηγήσει στον Δημαρχιακό (για παράδειγμα) θώκο ή στη χειρότερη των περιπτώσεων να του εξασφαλίσει μια θέση στα έδρανα της αντιπολίτευσης να παπαγαλίζει μετά μεγίστης φιλοσοφίας.
Μετά ήρθε ο πόλεμος. Όχι δεν βγήκαν τανκς στους δρόμους, ούτε ο κόσμος άλλαξε τις βλαβερές για τη δημοκρατία συνήθειες του. Απλώς δημιουργήθηκαν οι εχθροί, στην πυραμίδα των οποίων δεσπόζουν τα κόμματα. Κάθε τι σχετικό, παράγωγο ή συνώνυμο των κομμάτων συνοδεύεται πλέον από αισθήματα απέχθειας, φθόνου και οργής.
Ένα σύστημα όμως διαπλοκής, που αν και βρίσκεται σε παρακμή συνεχίζει να γνωρίζει ημέρες πλήρους δόξας, δεν θα μπορούσε να μην βρει τον τρόπο για να επιβιώσει. Να σταθεί όρθιο και να αναζητήσει τη χαραμάδα που θα το βγάλει στην ημέρα μετά τον πόλεμο, αλώβητο ή στη χειρότερη με μικρές αμυχές.
Κάπου εκεί γεννήθηκε ο όρος του ανεξάρτητου. Ό,τι είπαμε, είπαμε, ό,τι φάγαμε, φάγαμε. Τώρα πρέπει να καθαρίσουμε τον κόσμο από τα «λαμόγια».
Ένας γνωστός (όχι εμού) ιστορικός έλεγε, όσο τουλάχιστον ζούσε, πως οι λέξεις αποκτούν την έννοια που τους δίνουμε την εκάστοτε χρονική στιγμή. Έτσι πλέον, και έχοντας αυτό κατά νου, θα μπορούσε κανείς να πει πως το κόμμα και οι μηχανισμοί του, βλέποντας την γκιλοτίνα να λούζεται από τον ήλιο της αφύπνισης και να πλησιάζει απειλητικά προς το μέρος τους, ντύθηκαν με τον μανδύα της ανεξαρτησίας.
Άλλωστε είναι must. Έχουν έρθει οι κατακτητές, έχουν πλακώσει οι οχτροί οπότε το μόνο που χρειάζεται πλέον ο κόσμος είναι η ανεξαρτησία του.
Έτσι, σήμερα για να γίνει κανείς Δήμαρχος (για παράδειγμα) αρκεί να στραφεί προς τη Δύση – άλλωστε αυτή φταίει πάντα για τα πάντα – και φτύνοντας τον Σατανά να αναφωνήσει «απεταξάμην τον Σαμαρά. Απεταξάμην και τον Αλέξη». Τον δε Βενιζέλο να τον στείλει στις καλένδες, προς παραδειγματισμό, ενώ τα υπόλοιπα τέκνα της μεταπολίτευσης θα καταλήξουν φασκιωμένα σε ελεύθερη πτώση στον Καιάδα.
Μόλις λοιπόν απαλλαχθεί από το αμαρτωλό πλην καθόλα τίμιο παρελθόν του μπορεί μετά να κυκλοφορεί και ως μεταμοντέρνος Κολοκοτρώνης, κάτω από το μουστάκι του οποίου ωστόσο εύκολα διακρίνεται το πρωτότυπο δέρμα και όχι αυτό που έχει δεχθεί το σολάριουμ της νέας τάξης πραγμάτων (!), και να αυτοδιορίζεται ως ο σωτήρας.
Αναζητώντας τον ορισμό της λέξης «λαμόγιο» βρίσκεις πως έτσι έλεγαν αυτούς που όταν στρώνονταν να παίξουν χαρτιά και άρχισαν να κερδίζουν έβρισκαν ως δικαιολογία για να τη σκάσουν το ότι τους φώναζε η γυναίκα τους (la moglie, la moglie) και έπρεπε να φύγουν, παίρνοντας φυσικά και τα κέρδη τους μαζί! Έτσι μπορεί κανείς να περιγράψει όλους αυτούς που δεν έχουν το θάρρος και την εντιμότητα να παίξουν την παρτίδα τους μέχρι το τέλος.
Να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να αυτοτιμωρηθούν για τη δράση τους. Λες και θα μπορούσε βέβαια να γίνει ποτέ αυτό. Ο όρος λοιπόν «λαμόγιο» θα μπορούσε σίγουρα να περιγράψει αυτόν που στα δύσκολα την κάνει με ελαφρά. Αυτόν που βλέποντας πως οι μέχρι πρότινος μηχανισμοί που τον κρατούσαν στη ζωή καταρρέουν – τουλάχιστον φαινομενικά – όχι απλώς δεν κάνει πίσω, όπως άλλωστε οφείλει, αλλά επιλέγει να περπατήσει στα ίδια μονοπάτια και σοκάκια που βάδιζε μέχρι πρότινος.
Θεωρεί δε πως εάν αλλάξει παπούτσια θα αλλάξουν και τα ίχνη που θα αφήνει πίσω του. Δυστυχώς όμως μιλάμε για ίχνη μοναδικά που όσο και αν προσπαθεί κανείς να τα κρύψει, αυτά πάντα θα προδίδουν την ταυτότητα του περιπατητή.
Γ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια