Την ικανοποίησή της για τα συμπεράσματα της πρώτης πανελλαδικής έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου, που δείχνουν ότι η αντίληψη των κ...
Την ικανοποίησή της για τα συμπεράσματα της πρώτης πανελλαδικής έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου, που δείχνουν ότι η αντίληψη των καταναλωτών για τα ελληνικά προϊόντα άλλαξε και πλέον κατά μέσον όρο 7 στους 10 Έλληνες τα προτιμούν, εκφράζει η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), σε ανακοίνωσή της, επισημαίνοντας ότι η στήριξη στους Έλληνες παραγωγούς είναι επιβεβλημένη, ακόμα και στην περίπτωση που η τελική τιμή πρέπει να διαμορφωθεί λίγο ακριβότερα για να τους καλύψει τα αυξημένα έξοδα, μέχρι η προσφορά και η ζήτηση να σταθεροποιηθούν.
Η ΕΣΕΕ αναφέρεται, επίσης, στη νέα επισιτιστική κρίση, λόγω των διεθνών ακραίων καιρικών φαινομένων, τονίζοντας ότι είναι ευκαιρία δυναμικής επιστροφής στην καλλιέργεια της ελληνικής γης και σωστής εμπορικής διαχείρισης των ελληνικών προϊόντων. Η θέση της ΕΣΕΕ είναι ότι η ελληνική αγροτική παραγωγή δεν πρέπει να χάσει αυτό το «ράλι» ελπιδοφόρων ενδείξεων, κυρίως λόγω των μειωμένων παγκόσμιων αποθεμάτων και των επιπτώσεων στις πτωτικές σοδειές σημαντικών παραγωγών χωρών που θα δώσουν τη δυνατότητα ένταξης μικρότερων παραγωγικών χωρών και την ευκαιρία επαναρρύθμισης στη διεθνή αγορά τροφίμων. Αναφέρει ότι, σύμφωνα, μάλιστα, με οικονομικούς αναλυτές, η καλύτερη απάντηση της χώρας μας στην κρίση είναι οι επενδύσεις στην καλλιέργεια της ελληνικής γης ακόμα και σήμερα που, εξαιτίας της ανόδου των θερμοκρασιών, η απόδοση των γεωργικών προϊόντων καθίσταται ακόμα δυσκολότερη και λιγότερο προβλέψιμη.
Η ΕΣΕΕ αναμένει ότι η πορεία της τιμής που θα καταγράψουν φέτος το ψωμί και το γάλα θα είναι τελικά οριακά πτωτική. Εκτιμά, επίσης, ότι οι βασικές πηγές στους κλάδους της αρτοποιίας και των γαλακτοκομικών, παρά τις αυξήσεις στις τιμές πρώτης ύλης, θα αποφύγουν να κάνουν οποιαδήποτε αύξηση και θα δώσουν έτσι σαφή κατεύθυνση, που θα ακολουθήσουν όλοι οι κλάδοι τροφίμων στην πολιτική τιμών τους στην ελληνική αγορά.
Παράλληλα, η συνομοσπονδία εκτιμά ότι η εξέλιξη του δείκτη τιμών τροφίμων πρέπει να περιοριστεί, αφού ακόμα και κατά τη διάρκεια της κρίσης από τις 157 μονάδες το 2009 εκτινάχθηκε στις 228 το 2011 και παραμένει σήμερα στα υψηλά για τα εισοδηματικά κριτήρια επίπεδα των 213 μονάδων. Μια σοβαρή μείωση των τιμών της τάξεως του 6%-8% είναι βέβαιο ότι θα μας καταστήσει πιο ανταγωνιστικούς, θα καλύψουμε το μειονέκτημα της διαφοράς τιμής και θα αυξήσουμε τις εξαγωγές μας, που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων, ξεπερνώντας το όριο των 24 δισ. Σημαντικό, επίσης, για την ελληνική αγορά θα είναι να «ισιώσει» και να «κοντύνει» ο δρόμος από το χωράφι στο ράφι, ώστε να γίνει μια σωστή εμπορική διαχείριση των αγροτικών προϊόντων, που δεν θα αδικεί τον παραγωγό, θα δίνει κίνητρα στον έμπορο και κέρδος στα super market, αλλά κυρίως θα ωφελήσει την τσέπη του καταναλωτή.
Η αξιοποίηση όλων των κεντρικών αγορών τροφίμων σε ένα ενιαίο οργανωμένο και ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχήμα και η σύνδεση των δημοπρατηρίων τροφίμων με εγχώριες και ευρωπαϊκές αγορές μπορούν να αυξήσουν τη ζήτηση και αντίστοιχα την παραγωγή, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι τιμές.
Η ΕΣΕΕ αναφέρεται, επίσης, στη νέα επισιτιστική κρίση, λόγω των διεθνών ακραίων καιρικών φαινομένων, τονίζοντας ότι είναι ευκαιρία δυναμικής επιστροφής στην καλλιέργεια της ελληνικής γης και σωστής εμπορικής διαχείρισης των ελληνικών προϊόντων. Η θέση της ΕΣΕΕ είναι ότι η ελληνική αγροτική παραγωγή δεν πρέπει να χάσει αυτό το «ράλι» ελπιδοφόρων ενδείξεων, κυρίως λόγω των μειωμένων παγκόσμιων αποθεμάτων και των επιπτώσεων στις πτωτικές σοδειές σημαντικών παραγωγών χωρών που θα δώσουν τη δυνατότητα ένταξης μικρότερων παραγωγικών χωρών και την ευκαιρία επαναρρύθμισης στη διεθνή αγορά τροφίμων. Αναφέρει ότι, σύμφωνα, μάλιστα, με οικονομικούς αναλυτές, η καλύτερη απάντηση της χώρας μας στην κρίση είναι οι επενδύσεις στην καλλιέργεια της ελληνικής γης ακόμα και σήμερα που, εξαιτίας της ανόδου των θερμοκρασιών, η απόδοση των γεωργικών προϊόντων καθίσταται ακόμα δυσκολότερη και λιγότερο προβλέψιμη.
Η ΕΣΕΕ αναμένει ότι η πορεία της τιμής που θα καταγράψουν φέτος το ψωμί και το γάλα θα είναι τελικά οριακά πτωτική. Εκτιμά, επίσης, ότι οι βασικές πηγές στους κλάδους της αρτοποιίας και των γαλακτοκομικών, παρά τις αυξήσεις στις τιμές πρώτης ύλης, θα αποφύγουν να κάνουν οποιαδήποτε αύξηση και θα δώσουν έτσι σαφή κατεύθυνση, που θα ακολουθήσουν όλοι οι κλάδοι τροφίμων στην πολιτική τιμών τους στην ελληνική αγορά.
Παράλληλα, η συνομοσπονδία εκτιμά ότι η εξέλιξη του δείκτη τιμών τροφίμων πρέπει να περιοριστεί, αφού ακόμα και κατά τη διάρκεια της κρίσης από τις 157 μονάδες το 2009 εκτινάχθηκε στις 228 το 2011 και παραμένει σήμερα στα υψηλά για τα εισοδηματικά κριτήρια επίπεδα των 213 μονάδων. Μια σοβαρή μείωση των τιμών της τάξεως του 6%-8% είναι βέβαιο ότι θα μας καταστήσει πιο ανταγωνιστικούς, θα καλύψουμε το μειονέκτημα της διαφοράς τιμής και θα αυξήσουμε τις εξαγωγές μας, που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων, ξεπερνώντας το όριο των 24 δισ. Σημαντικό, επίσης, για την ελληνική αγορά θα είναι να «ισιώσει» και να «κοντύνει» ο δρόμος από το χωράφι στο ράφι, ώστε να γίνει μια σωστή εμπορική διαχείριση των αγροτικών προϊόντων, που δεν θα αδικεί τον παραγωγό, θα δίνει κίνητρα στον έμπορο και κέρδος στα super market, αλλά κυρίως θα ωφελήσει την τσέπη του καταναλωτή.
Η αξιοποίηση όλων των κεντρικών αγορών τροφίμων σε ένα ενιαίο οργανωμένο και ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχήμα και η σύνδεση των δημοπρατηρίων τροφίμων με εγχώριες και ευρωπαϊκές αγορές μπορούν να αυξήσουν τη ζήτηση και αντίστοιχα την παραγωγή, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι τιμές.