Βαριές χρηματικές ποινές προβλέπονται στη διάταξη του υπουργείου Δικαιοσύνης για τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς που χρηματίζονται ...
Βαριές χρηματικές ποινές προβλέπονται στη διάταξη του υπουργείου Δικαιοσύνης για τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς που χρηματίζονται ή εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς. Οι χρηματικές ποινές μπορεί να φτάσουν, σύμφωνα με τη διάταξη του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο 50πλασιο του ποσού που ήταν το όφελος το οποίο αποκόμισε ο δημόσιος λειτουργός εκμεταλλευόμενος τη θέση του.
Παραδείγματος χάριν, για το «φακελάκι» των 1000 ευρώ που καρπώθηκε ένας γιατρός, η «λυπητερή» θα ανέρχεται στα 50.000 ευρώ , ενώ για το «δωράκι» των 2.000 ευρώ με το οποίο «λαδώθηκε» ένας μηχανικός θα χρειαστεί να καταβάλλει 100.000 ευρώ, ξέχωρα από την ποινή φυλάκισης που θα του επιβληθεί από την ποινική Δικαιοσύνη.
Η επιβολή χρηματική χρηματικής ποινής στο 50πλάσιο του ωφελήματος θα είναι στο εξής υποχρεωτική για όσους δημόσιους λειτουργούς διαπράττουν αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματα. Παράλληλα βέβαια προβλέπονται ταχύτατες διαδικασίες στην αξιολόγηση, ανάκριση και εκδίκαση των υποθέσεων στις οποίες εμπλέκονται οι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί που κατηγορούνται για διάπραξη κακουργηματικών πράξεων. Και αυτό γιατί η πραγματικότητα δείχνει δυστυχώς ότι 6.000 δικογραφίες που αφορούν κακουργηματικές κατηγορίες σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων παραμένουν ακόμη και σήμερα… στα συρτάρια, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια πότε θα εκδικαστούν.
Για τις περιπτώσεις των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μεταξύ των οποίων και τραπεζικοί υπάλληλοι αλλά και στελέχη των ΔΕΚΟ, οι οποίοι διώκονται σε βαθμό κακουργήματος, αυτές θα υπάγονται σε ταχυτάτη διαδικασία εκδίκασης, όπως συμβαίνει σήμερα για υποθέσεις διαφθοράς σε επίπεδο κεντρικής διαχείρισης εξουσίας (π.χ. περίπτωση Τσοχατζόπουλου).
Η ρύθμιση θα αφορά σε αδικήματα όπως δωροδοκίας, απιστίας στην υπηρεσία, υπεξαίρεσης και ψευδούς βεβαίωσης.
Ειδικότερα, οι δικογραφίες των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων θα αξιολογούνται από εισαγγελέα ο οποίος θα ασκεί την ποινική δίωξη και στη συνέχεια, θα χρεώνονται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ο οποίος θα πρέπει να κλείσει τη δικογραφία μέσα σε 4 ή το πολύ 6 μήνες, ενώ θα έχει δικαίωμα άρσης κάθε απορρήτου, τραπεζικού, φορολογικού, χρηματιστηριακού, όπως επίσης και δέσμευσης λογαριασμών καθώς και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Έτσι, υπολογίζεται ότι σε 8 μήνες το ανώτερο θα πρέπει να έχει γίνει η παραπομπή σε δίκη. Σήμερα υπολογίζεται ότι 6.000 κακουργηματικές υποθέσεις λιμνάζουν στη Δικαιοσύνη οι οποίες έχουν προσδιοριστεί να εκδικαστούν ακόμη και ύστερα από χρόνια.
Παραδείγματος χάριν, για το «φακελάκι» των 1000 ευρώ που καρπώθηκε ένας γιατρός, η «λυπητερή» θα ανέρχεται στα 50.000 ευρώ , ενώ για το «δωράκι» των 2.000 ευρώ με το οποίο «λαδώθηκε» ένας μηχανικός θα χρειαστεί να καταβάλλει 100.000 ευρώ, ξέχωρα από την ποινή φυλάκισης που θα του επιβληθεί από την ποινική Δικαιοσύνη.
Η επιβολή χρηματική χρηματικής ποινής στο 50πλάσιο του ωφελήματος θα είναι στο εξής υποχρεωτική για όσους δημόσιους λειτουργούς διαπράττουν αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματα. Παράλληλα βέβαια προβλέπονται ταχύτατες διαδικασίες στην αξιολόγηση, ανάκριση και εκδίκαση των υποθέσεων στις οποίες εμπλέκονται οι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί που κατηγορούνται για διάπραξη κακουργηματικών πράξεων. Και αυτό γιατί η πραγματικότητα δείχνει δυστυχώς ότι 6.000 δικογραφίες που αφορούν κακουργηματικές κατηγορίες σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων παραμένουν ακόμη και σήμερα… στα συρτάρια, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια πότε θα εκδικαστούν.
Για τις περιπτώσεις των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μεταξύ των οποίων και τραπεζικοί υπάλληλοι αλλά και στελέχη των ΔΕΚΟ, οι οποίοι διώκονται σε βαθμό κακουργήματος, αυτές θα υπάγονται σε ταχυτάτη διαδικασία εκδίκασης, όπως συμβαίνει σήμερα για υποθέσεις διαφθοράς σε επίπεδο κεντρικής διαχείρισης εξουσίας (π.χ. περίπτωση Τσοχατζόπουλου).
Η ρύθμιση θα αφορά σε αδικήματα όπως δωροδοκίας, απιστίας στην υπηρεσία, υπεξαίρεσης και ψευδούς βεβαίωσης.
Ειδικότερα, οι δικογραφίες των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων θα αξιολογούνται από εισαγγελέα ο οποίος θα ασκεί την ποινική δίωξη και στη συνέχεια, θα χρεώνονται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ο οποίος θα πρέπει να κλείσει τη δικογραφία μέσα σε 4 ή το πολύ 6 μήνες, ενώ θα έχει δικαίωμα άρσης κάθε απορρήτου, τραπεζικού, φορολογικού, χρηματιστηριακού, όπως επίσης και δέσμευσης λογαριασμών καθώς και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Έτσι, υπολογίζεται ότι σε 8 μήνες το ανώτερο θα πρέπει να έχει γίνει η παραπομπή σε δίκη. Σήμερα υπολογίζεται ότι 6.000 κακουργηματικές υποθέσεις λιμνάζουν στη Δικαιοσύνη οι οποίες έχουν προσδιοριστεί να εκδικαστούν ακόμη και ύστερα από χρόνια.