Δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης με τίτλο «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία,...
Δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης με τίτλο «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία, φορολογία εισοδήματος και απαλλαγές», γνωστό και ως πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών.
Το σύνολο των διατάξεων του σχεδίου νόμου χρήζουν μελέτης και επισταμένης εξέτασης, καθόσον επηρεάζουν την ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών για την επόμενη τετραετία (τουλάχιστον).
Όμως οι διατάξεις που δημιουργούν ανατροπή των θεμελίων του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος και είναι ικανές να οδηγήσουν σε πρωτοφανείς καταστάσεις και συμπεριφορές, είναι οι φερόμενες ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα.
Η επίμαχη ρύθμιση περιγράφεται στο άρθρο 37 του Πολυνομοσχεδίου με τίτλο «Ρυθμίσεις Συλλογικών Διαπραγματεύσεων» και αναφέρεται στην ισχύ επιχειρησιακών και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Παρακάμπτοντας το γεγονός ότι ένα τόσο σοβαρό θέμα ρυθμίζεται (ή μάλλον ανατρέπεται η επί δεκαετίες ισχύουσα νομοθεσία) σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών και όχι σε νομοσχέδιο που άγεται στη Βουλή από το αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, στοιχείο που σε άλλες εποχές μπορεί να οδηγούσε και σε ενστάσεις συνταγματικού χαρακτήρα ή σύννομης λειτουργίας της Κυβέρνησης, πρέπει να εξετασθεί η επίπτωση των διατάξεων, εφόσον ψηφισθούν, στην καθημερινότητα και στη ζωή χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Με την προβλεπόμενη ρύθμιση «η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11 του Ν. 1876/1990 αναστέλλεται εως την 31-12-2013».
Δηλαδή ουσιαστικά αναστέλλεται μέχρι τις 31-12-2013 η δυνατότητα του Υπουργού Εργασίας να επεκτείνει και να κηρύξει με απόφαση του γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν του 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος.
Η ρύθμιση αυτή, εν τοις πράγμασι και επί της ουσίας αφορούσε και αφορά την επέκταση της ισχύος των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων που υπέγραφαν συνδικαλιστικές ενώσεις εργοδοτών στις οποίες ανήκαν οι εργοδότες του κλάδου που απασχολούσαν τουλάχιστον το 51% των εργαζομένων του κλάδου.
Η απόφαση επέκτασης του Υπουργού Εργασίας λαμβάνεται μετά από υποχρεωτική υποβολή γνώμης και πρότασης του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, που ελέγχει τα στοιχεία του φακέλλου της οικείας σύμβασης που άγεται ενώπιον του, συνήθως με πρωτοβουλία της οικείας οργάνωσης εργαζομένων. Εχει δηλαδή και το επιστημονικό έρεισμα για την έκδοση της απόφασης του Υπουργού.
Η ρύθμιση θεωρείτο και θεωρείται δίκαιη γιατί από τη στιγμή που τουλάχιστον το 51% των εργαζομένων του κλάδου απολάμβανε τα πλεονεκτήματα της κατά τεκμήριο ευμενέστερης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, θα ήταν άτοπο και παράλογο να μην τα απολαμβάνει και η μειοψηφία των εργαζομένων του κλάδου που ασκούσε και ασκεί τα ίδια εργασιακά καθήκοντα με τους ευνοημένους εργαζομένους. Αλλωστε δεν μπορούσε να καταλογισθεί υπαιτιότητα στους εργαζομένους επειδή οι εργοδότες τους δεν ανήκαν τυπικά στην αρμόδια εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση.
Με τη ρύθμιση του πολυνομοσχεδίου ουσιαστικά τορπιλίζεται ο θεσμός των συλλογικών συμβάσεων, ουσιαστικά των κλαδικών. Η αναστολή της δυνατότητος του Υπουργού να επεκτείνει τη σύμβαση, δίνει, με τη σφραγίδα του Κράτους, τη δυνατότητα στους εργοδότες να αποχωρήσουν ή να αποδεσμευτούν ομαδικά από την συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία μέχρι σήμερα ανήκαν, αρμόδια για την σύναψη της οικείας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, η οποία πλέον δεν θα τους δεσμεύει. Ουσιαστικά δηλαδή τορπιλίζεται η συλλογική διαπραγμάτευση ακόμη και για τις ενώσεις εργοδοτών που θα ήθελαν, καλόπιστα, να συμμετάσχουν σε αυτές. Πώς να διαπραγματευτείς για κάτι που δεν εκπροσωπείς; Πώς να διαπραγματευτείς για κάτι που δεν εκφράζεις;
Η αναστολή της δυνατότητος του Υπουργού φαίνεται κατ΄αρχήν να ισχύει για δύο (2) χρόνια, όμως ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν.
Το ζητούμενο είναι οι επιπτώσεις που θα έχει αυτή η εξέλιξη στην καθημερινότητα των εργαζομένων, αλλά και στην οικονομία της Χώρας, για να μην θεωρηθεί ότι τα παραπάνω συνιστούν αφηρημένο πόνημα φιλοσοφικού χαρακτήρα. Οι επιπτώσεις είναι, κατά βάση, οι ακόλουθες:
Επικράτηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων που με το ίδιο άρθρο του πολυνομοσχεδίου ρυθμίζεται ότι υπερισχύουν και των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
«Αδειοδότηση», έμμεσα πλην σαφώς, για επιβολή αυταρχικών βουλήσεων της εργοδοσίας υπό τον φόβο και την απειλή της απόλυσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το περιεχόμενο της προτεινόμενης επιχειρησιακής σύμβασης: ο νόμος πλέον δεν καλύπτει τους φωνασκούντες.
Συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, αφού στην Ελλάδα μέχρι και σήμερα τουλάχιστον, δεν έχει υπογραφεί επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση ευμενέστερη όρων κλαδικής.
Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σε περίοδο που τα Ταμεία είναι ήδη ελλειμματικά.
Μείωση της αγοραστικής ικανότητος των εργαζομένων και επομένως μείωση της κατανάλωσης, δηλαδή πλήγμα στην ήδη ασθμαίνουσα αγορά.
Αδυναμία ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις των νοικοκυριών, αδυναμία εξυπηρέτησης στεγαστικών δανείων, μείωση (ως αποτέλεσμα) του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης.
Το κυριότερο είναι ότι με αυτή τη ρύθμιση η Κυβέρνηση «νομιμοποιεί» και «δικαιώνει» τους χρόνια αυθαιρετούντες, αυτούς που πεισματικά αρνούντο να υιοθετήσουν τις ρυθμίσεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οδηγώντας χιλιάδες εργαζομένους σε μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες ή (στην χειρότερη εκδοχή) στην σιωπηρή απεμπόληση δικαιωμάτων τους.
Υποτίθεται ότι η ρύθμιση της Κυβέρνησης λαμβάνει χώρα με γνώμονα την βούληση της διατήρησης των θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητος.
Όμως ακόμη και η εργοδοσία, στη μεγάλη της πλειοψηφία, δεν συμφωνεί με αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης του κινδύνου της ανεργίας. Η ρύθμιση προτείνεται ερήμην της, καθ’υπόδειξη της τρόικα, που έχει αποδείξει ότι δεν γνωρίζει την Ελληνική πραγματικότητα.
Οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι γνωρίζουν ποιά είναι η αιτία της χαμηλής ανταγωνιστικότητος της Ελληνικής Οικονομίας και σίγουρα δεν είναι το κόστος εργασίας.
Και επειδή γνωρίζουν, ως επίσης γνωρίζουν την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση, είναι αμφότεροι οι κοινωνικοί εταίροι ώριμοι να το διαπραγματευτούν εν όψει των νέων συνθηκών. Είναι άλλο να υπογράφεις λόγου χάρη κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας με μηδενικές ή πολύ μικρές αυξήσεις, είναι άλλο να υπογράφεις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις που θα περιέχουν ρυθμίσεις για ενίσχυση της παραγωγικότητος και άλλο να μην υπογράφεις καν κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, όπως προοιωνίζεται δυνάμει της ρύθμισης που προβλέπει το πολυνομοσχέδιο.
Η Κυβέρνηση με τη ρύθμιση αυτή ( εφόσον ψηφισθεί αυτούσια), ανοίγει το παράθυρο για επιβολή δυσμενέστατων εξελίξεων στο χώρο της πραγματικής εργασίας, οι οποίες με δεδομένη την «νομιμοποίηση» τους θα εξαπλωθούν και θα διαδοθούν με ταχύτητα ιού.
Οι (αρνητικές) δημοσιονομικές επιπτώσεις και η αδυναμία ανταπόκρισης στον τραπεζικό δανεισμό, θα οδηγήσουν τους οικονομικούς δείκτες σε κατάρρευση, τον κόσμο της πραγματικής εργασίας και τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου σε εξαθλίωση, την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων ισχνότατη.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν θα ευδοκιμήσει, η προσπάθεια αποκατάστασης των στρεβλώσεων του παρελθόντος θα στεφθεί με αποτυχία και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξυπηρετήσουμε το χρέος που δημιούργησε το διακομματικό καπρίτσιο της LADY GIANNA (χωρίς ίχνος λαικισμού αλλά και χωρίς να ξεχνάμε).
Απόστολος Πασλάκης Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια